Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
200 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 200 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
[ Δες όλη τη λίστα ]
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 545, στις Πεμ 01 Ιαν 2015, 15:59
Σύνδεση
Emerald eyes.
Σελίδα 2 από 2
Σελίδα 2 από 2 • 1, 2
Απ: Emerald eyes.
Κεφάλαιο 2ο “Ζωντανό φάντασμα”
Ρόμπερτ Μέισεν
«Δε μπορώ να καταλάβω γιατί συνεχίζεις και πίνεις. Ξέρεις πως μπορείς να με διώξεις, γιατί δε το κάνεις;» με ρώτησε η Μπέλλα για πολλοστή φορά. Είχε δίκιο. Γνώριζα τον τρόπο για να την διώξω, αλλά δεν ήθελα. Δεν ήθελα να την χάσω ξανά. Όσο μπορούσα θα την κρατούσα κοντά μου και ας καταστρεφόμουν.
«Σήμερα περνούσαν κάτι παιδιά από κάτω και έλεγαν πως θα μπουν μέσα.»
«Έβαλες την προστασία;»
«Ναι, κανείς δε μπορεί να μας βρει.»
«Εκτός από-»
«Αρκετά!» της φώναξα και πετάχτηκα πάνω πετώντας το ποτήρι μου κάτω με αποτέλεσμα να σπάσει. Πλησίασα στο τζάκι παίρνοντας βαθιές ανάσες για να ηρεμίσω.
«Όσο και να αντιδράς και να φέρεσαι έτσι, ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα έρθει η εκλεκτή και τότε θα χαθώ.»
«Όχι! Δε θα το επιτρέψω αυτό! Και να είσαι σίγουρη πως μόλις τη βρω θα την σκοτώσω.» της είπα ενώ βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Πόσο ήθελα να την αγγίξω, να τη φιλήσω, να την φυλακίσω στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω να μου ξαναφύγει ποτέ. Αλλά γνώριζα ήδη πως αν την αγγίξω θα χαθεί για λίγο και δε μπορώ χωρίς να νιώθω την παρουσία της.
Άρπαξα ένα μπουκάλι από το γραφείο και κάθισα μπροστά στο τζάκι ακουμπώντας την πλάτη μου στην πολυθρόνα. Άρχισα να πίνω κοιτάζοντας τη φωτιά και σκεπτόμενος τη ζωή μου και το πώς έφτασα εδώ που έφτασα. Μετά από λίγο ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και δεν άργησα να χάσω τις αισθήσεις μου.
«Λοιπόν, ξέρετε τους κανόνες. Για να μην τσακωνόμαστε ποιος θα πάει που, διαλέγω από τώρα που θα πάει το κάθε ζευγάρι. Εγώ και ο Μάικ στο υπόγειο. Η Άντζελα με τον Έρικ στο ισόγειο, ο Τάιλερ με την Λορέν τον πρώτο όροφο, η Άλις με τον Τζάσπερ και η Ρόζαλι με τον Έμμετ τον δεύτερο όροφο και η Ισαβέλλα με τον Τζόναθαν στον τρίτο όροφο.» Η πόρτα άνοιξε και βήματα ακούστηκαν. Έπρεπε να συνέλθω αλλά ένιωθα τόσο κουρασμένος.
«Δε πιστεύω να θέλετε να αφήσετε αυτούς τους δύο να νικήσουν, έτσι δεν είναι Ισαβέλλα;» Αυτό το όνομα, πάλι η μοίρα μου έπαιζε κάποιο κακόγουστο παιχνίδι. Περισσότερα βήματα αντήχησαν, ενώ ανέβαιναν τις σκάλες. Όσο πλησίαζαν όμως, άρχισαν να λιγοστεύουν με αποτέλεσμα να φτάσουν μόνο δύο άτομα στον τρίτο όροφο που βρισκόμασταν εγώ και η Μπέλλα.
«Εε.. πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να χωριστούμε. Αυτός ο όροφος φαίνεται να έχει πολλά δωμάτια. Θα συναντηθούμε εδώ σε μία ώρα. Εντάξει;» είπε ένας άντρας ενώ απομακρυνόταν προς την άλλη μεριά του ορόφου.
«Ναι, ναι, φυσικά. Σε μία ώρα εδώ. Έγινε.» απάντησε η κοπέλα και μπήκε στο πρώτο δωμάτιο αφήνοντας με έκπληκτο. Μου φάνηκε απίστευτο πως μπόρεσε να περάσει την προστασία και να περάσει. Αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε…
Προχώρησε προς τα μέσα και φτάνοντας στην πόρτα γύρισε αργά το πόμολο σπρώχνοντας την πόρτα να ανοίξει διάπλατα. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Προσπαθούσα να συγκρατηθώ με μεγάλη δυσκολία.
«Πρόσεχε Ρόμπερτ. Μην κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις μετά.» προσπαθούσε να με συγκρατήσει η Μπέλλα.
Το κορίτσι έμεινε για λίγο ακόμα και μετά έτσι απλά όπως ήρθε έφυγε. Έκλεισε σιγά την πόρτα πίσω της και πήγε προς την σκάλα. «Εεε παιδιά εγώ βαρέθηκα. Δεν έχει τίποτα εδώ, πάω σπίτι. Καληνύχτα…» την άκουσα να φωνάζει και μετά χάθηκε. Για λίγο υπήρχε σύγχυση στο ισόγειο καθώς δε ξέρανε τι είχε συμβεί. Τελικά έφυγαν και εκείνοι.
Σηκώθηκα και έβαλα λίγο από το περιεχόμενο του μπουκαλιού σε ένα ποτήρι. Αφού το ήπια με μια ανάσα βγήκα από το δωμάτιο και έλεγξα την προστασία του δωματίου κάλυψης. Η προστασία ήταν μια χαρά και λειτουργούσε τέλεια.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό έτσι; Είναι εκείνη Ρόμπερτ… ήρθε για σένα, για να σε λυτρώσει. Μην την χάσεις. Σε έχει ανάγκη όπως και εσύ την έχεις ανάγκη. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία για ευτυχία. Μην την χάσεις Ρόμπερτ, κάντο για μένα.»
Γύρισα και την κοίταξα «Για σένα θα έκανα τα πάντα. Για σένα είμαι κλεισμένος σ’ αυτό το σπίτι εδώ και δεκαετίες. Για σένα παλεύω να επιβιώσω όλα αυτά τα χρόνια… αλλά όχι μην μου ζητάς να θυσιάσω όλα όσα έκανα για σένα εξαιτίας μίας άγνωστης.» ξέσπασα τελικά.
«Ξέρεις πως δεν είναι μία τυχαία άγνωστη αλλά η εκλεκτή της καρδιάς σου. Είναι η μόνη πρέπει να αγαπάς και να προστατεύεις. Σε χρειάζεται, το ξέρεις ότι σε χρειάζεται. Αναγνώρισες τις φωνές τους. Ήταν μαζί της για να την προστατέψουν. Ήξερες ότι μόλις έρθει θα πρέπει εσύ να αναλάβεις.»
«Δε με νοιάζει! Δε τη θέλω!»
«Αν την πιάσουν οι Βολτούρι όμως θα την σκοτώσουν! Μόνο εσύ μπορείς να σώσεις το όνομα των Κάλλεν. Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο, αλλά γι’ αυτό υπάρχει εκείνη. Μην αφήσεις να χαθεί ότι κατάφερε ο αδερφός σου και εγώ. Αν δεν θες να το κάνεις για σένα ή για το όνομά σου κάντο για μας που θυσιαστήκαμε, για τα παιδιά και τα εγγόνια που μας σκότωσαν, για τα αδέρφια σου που έδεσαν τις ψυχές τους για να προστατέψουν το άλλο σου μισό..»
«Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς; Θα χάσω εσένα και αυτή τη φορά θα είναι για πάντα. Μόλις δω στα μάτια της θα σε χάσω για πάντα.»
«Δε θα με χάσεις. Θα είμαι πάντα εδώ.» μου είπε και έφερε το χέρι της σε απόσταση αναπνοής από την καρδιά μου.
Απομακρύνθηκα και μπήκα πάλι στο δωμάτιο. Έβαλα ένα ξύλο στη φωτιά και ξαναγέμισα το ποτήρι μου. Μετά από λίγα λεπτά ακούστηκε η κάτω πόρτα, γρήγορα βήματα και άνοιξε η πόρτα με το δωμάτιο προστασίας. Δε σταμάτησε όμως εκεί. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου όπου βρισκόμουν. Τότε εμφανίστηκε εκείνη και μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου και έμεινα να την κοιτάζω χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω.
Ρόμπερτ Μέισεν
«Δε μπορώ να καταλάβω γιατί συνεχίζεις και πίνεις. Ξέρεις πως μπορείς να με διώξεις, γιατί δε το κάνεις;» με ρώτησε η Μπέλλα για πολλοστή φορά. Είχε δίκιο. Γνώριζα τον τρόπο για να την διώξω, αλλά δεν ήθελα. Δεν ήθελα να την χάσω ξανά. Όσο μπορούσα θα την κρατούσα κοντά μου και ας καταστρεφόμουν.
«Σήμερα περνούσαν κάτι παιδιά από κάτω και έλεγαν πως θα μπουν μέσα.»
«Έβαλες την προστασία;»
«Ναι, κανείς δε μπορεί να μας βρει.»
«Εκτός από-»
«Αρκετά!» της φώναξα και πετάχτηκα πάνω πετώντας το ποτήρι μου κάτω με αποτέλεσμα να σπάσει. Πλησίασα στο τζάκι παίρνοντας βαθιές ανάσες για να ηρεμίσω.
«Όσο και να αντιδράς και να φέρεσαι έτσι, ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα έρθει η εκλεκτή και τότε θα χαθώ.»
«Όχι! Δε θα το επιτρέψω αυτό! Και να είσαι σίγουρη πως μόλις τη βρω θα την σκοτώσω.» της είπα ενώ βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Πόσο ήθελα να την αγγίξω, να τη φιλήσω, να την φυλακίσω στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω να μου ξαναφύγει ποτέ. Αλλά γνώριζα ήδη πως αν την αγγίξω θα χαθεί για λίγο και δε μπορώ χωρίς να νιώθω την παρουσία της.
Άρπαξα ένα μπουκάλι από το γραφείο και κάθισα μπροστά στο τζάκι ακουμπώντας την πλάτη μου στην πολυθρόνα. Άρχισα να πίνω κοιτάζοντας τη φωτιά και σκεπτόμενος τη ζωή μου και το πώς έφτασα εδώ που έφτασα. Μετά από λίγο ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και δεν άργησα να χάσω τις αισθήσεις μου.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
«Λοιπόν, ξέρετε τους κανόνες. Για να μην τσακωνόμαστε ποιος θα πάει που, διαλέγω από τώρα που θα πάει το κάθε ζευγάρι. Εγώ και ο Μάικ στο υπόγειο. Η Άντζελα με τον Έρικ στο ισόγειο, ο Τάιλερ με την Λορέν τον πρώτο όροφο, η Άλις με τον Τζάσπερ και η Ρόζαλι με τον Έμμετ τον δεύτερο όροφο και η Ισαβέλλα με τον Τζόναθαν στον τρίτο όροφο.» Η πόρτα άνοιξε και βήματα ακούστηκαν. Έπρεπε να συνέλθω αλλά ένιωθα τόσο κουρασμένος.
«Δε πιστεύω να θέλετε να αφήσετε αυτούς τους δύο να νικήσουν, έτσι δεν είναι Ισαβέλλα;» Αυτό το όνομα, πάλι η μοίρα μου έπαιζε κάποιο κακόγουστο παιχνίδι. Περισσότερα βήματα αντήχησαν, ενώ ανέβαιναν τις σκάλες. Όσο πλησίαζαν όμως, άρχισαν να λιγοστεύουν με αποτέλεσμα να φτάσουν μόνο δύο άτομα στον τρίτο όροφο που βρισκόμασταν εγώ και η Μπέλλα.
«Εε.. πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να χωριστούμε. Αυτός ο όροφος φαίνεται να έχει πολλά δωμάτια. Θα συναντηθούμε εδώ σε μία ώρα. Εντάξει;» είπε ένας άντρας ενώ απομακρυνόταν προς την άλλη μεριά του ορόφου.
«Ναι, ναι, φυσικά. Σε μία ώρα εδώ. Έγινε.» απάντησε η κοπέλα και μπήκε στο πρώτο δωμάτιο αφήνοντας με έκπληκτο. Μου φάνηκε απίστευτο πως μπόρεσε να περάσει την προστασία και να περάσει. Αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε…
Προχώρησε προς τα μέσα και φτάνοντας στην πόρτα γύρισε αργά το πόμολο σπρώχνοντας την πόρτα να ανοίξει διάπλατα. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Προσπαθούσα να συγκρατηθώ με μεγάλη δυσκολία.
«Πρόσεχε Ρόμπερτ. Μην κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις μετά.» προσπαθούσε να με συγκρατήσει η Μπέλλα.
Το κορίτσι έμεινε για λίγο ακόμα και μετά έτσι απλά όπως ήρθε έφυγε. Έκλεισε σιγά την πόρτα πίσω της και πήγε προς την σκάλα. «Εεε παιδιά εγώ βαρέθηκα. Δεν έχει τίποτα εδώ, πάω σπίτι. Καληνύχτα…» την άκουσα να φωνάζει και μετά χάθηκε. Για λίγο υπήρχε σύγχυση στο ισόγειο καθώς δε ξέρανε τι είχε συμβεί. Τελικά έφυγαν και εκείνοι.
Σηκώθηκα και έβαλα λίγο από το περιεχόμενο του μπουκαλιού σε ένα ποτήρι. Αφού το ήπια με μια ανάσα βγήκα από το δωμάτιο και έλεγξα την προστασία του δωματίου κάλυψης. Η προστασία ήταν μια χαρά και λειτουργούσε τέλεια.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό έτσι; Είναι εκείνη Ρόμπερτ… ήρθε για σένα, για να σε λυτρώσει. Μην την χάσεις. Σε έχει ανάγκη όπως και εσύ την έχεις ανάγκη. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία για ευτυχία. Μην την χάσεις Ρόμπερτ, κάντο για μένα.»
Γύρισα και την κοίταξα «Για σένα θα έκανα τα πάντα. Για σένα είμαι κλεισμένος σ’ αυτό το σπίτι εδώ και δεκαετίες. Για σένα παλεύω να επιβιώσω όλα αυτά τα χρόνια… αλλά όχι μην μου ζητάς να θυσιάσω όλα όσα έκανα για σένα εξαιτίας μίας άγνωστης.» ξέσπασα τελικά.
«Ξέρεις πως δεν είναι μία τυχαία άγνωστη αλλά η εκλεκτή της καρδιάς σου. Είναι η μόνη πρέπει να αγαπάς και να προστατεύεις. Σε χρειάζεται, το ξέρεις ότι σε χρειάζεται. Αναγνώρισες τις φωνές τους. Ήταν μαζί της για να την προστατέψουν. Ήξερες ότι μόλις έρθει θα πρέπει εσύ να αναλάβεις.»
«Δε με νοιάζει! Δε τη θέλω!»
«Αν την πιάσουν οι Βολτούρι όμως θα την σκοτώσουν! Μόνο εσύ μπορείς να σώσεις το όνομα των Κάλλεν. Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο, αλλά γι’ αυτό υπάρχει εκείνη. Μην αφήσεις να χαθεί ότι κατάφερε ο αδερφός σου και εγώ. Αν δεν θες να το κάνεις για σένα ή για το όνομά σου κάντο για μας που θυσιαστήκαμε, για τα παιδιά και τα εγγόνια που μας σκότωσαν, για τα αδέρφια σου που έδεσαν τις ψυχές τους για να προστατέψουν το άλλο σου μισό..»
«Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς; Θα χάσω εσένα και αυτή τη φορά θα είναι για πάντα. Μόλις δω στα μάτια της θα σε χάσω για πάντα.»
«Δε θα με χάσεις. Θα είμαι πάντα εδώ.» μου είπε και έφερε το χέρι της σε απόσταση αναπνοής από την καρδιά μου.
Απομακρύνθηκα και μπήκα πάλι στο δωμάτιο. Έβαλα ένα ξύλο στη φωτιά και ξαναγέμισα το ποτήρι μου. Μετά από λίγα λεπτά ακούστηκε η κάτω πόρτα, γρήγορα βήματα και άνοιξε η πόρτα με το δωμάτιο προστασίας. Δε σταμάτησε όμως εκεί. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου όπου βρισκόμουν. Τότε εμφανίστηκε εκείνη και μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου και έμεινα να την κοιτάζω χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω.
Απ: Emerald eyes.
Κεφάλαιο 3ο “Ο προστάτης”
Ισαβέλλα Ντάρκ
Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Είχα μείνει στήλη άλατος να τον κοιτάζω υπνωτισμένα. Ένιωθα πως ο χρόνος είχε σταματήσει, το δωμάτιο είχε πάρει φωτιά και το σώμα μου με ικέτευε να τον πλησιάσω, όμως εγώ δε μπορούσα να κάνω βήμα. Πήρε μια ανάσα και ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τότε κατάλαβα πως είχα σταματήσει και εγώ να αναπνέω. Κατέβασα το κεφάλι ντροπιασμένη και ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται.
«Ποια είσαι;» με ρώτησε με τη βελούδινη και σαγηνευτική φωνή του.
«Με λένε Ισαβέλλα Ντάρκ.» του απάντησα βραχνά, έχοντας το βλέμμα μου κολλημένο στο πάτωμα. Ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται μπροστά μου και εγώ έκανα ένα βήμα πίσω τρομαγμένη κοιτάζοντάς τον με τρόμο στα μάτια. Μόλις είδε όμως την αντίδρασή μου ηρέμισε λίγο και φάνηκε να μετανιώνει.
«Με φοβάσαι;» ρώτησε δύσπιστα.
«Όχι.» του απάντησα αποκτώντας απότομα όλο το θάρρος που χρειαζόμουνα για να τον αντιμετωπίσω.
Μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και απομακρύνθηκε. «Δε χρειάζεται να με φοβάσαι.» είπε με ένα υποτιμητικό υφάκι, πίνοντας από το ποτήρι του.
«Δε φοβάμαι τίποτα και κανέναν και πόσο μάλλον εσένα.» του επιτέθηκα.
«Ώστε δε με φοβάσαι, ε; Ωραία τότε μπες μέσα και κλείσε την πόρτα πίσω σου. Αν μείνεις μέχρι το πρώτο φως τότε θα σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σου κάνω κακό, αλλά αν δεν τα καταφέρεις θα μείνεις κοντά μου για πάντα.» μου είπε με το υπεροπτικό του υφάκι. ‘Ήξερα πως έπρεπε να φύγω μακριά του, αλλά κάτι μου έλεγε πως εννοούσε όσα έλεγε, οπότε έφερα στην επιφάνεια όλο μου το πείσμα ως μόνη ασπίδα για να αντιμετωπίσω το φόβο που ένιωθα.
«Πολύ καλά, θα μείνω.» του απάντησα και κάθισα άνετα στον καναπέ, με το χαμόγελό μου να μεγαλώνει ενώ το δικό του έσβηνε σιγά-σιγά.
«Ποτό;»
«Όχι, ευχαριστώ.»
Πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα κοιτάζοντας τη φωτιά. Η ώρα είχε περάσει, λίγα λεπτά και μετά θα ήμουν ελεύθερη και δε θα ξαναερχόμουν ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Όμως, κάτι πήγαινε στραβά. Ενώ ήθελα να τον ξεχάσω μια για πάντα σαν να μην τον γνώρισα ποτέ, η καρδιά μού έλεγε να μείνω κοντά του.
«Ξημέρωσε. Μπορείς να φύγεις.» μου είπε συνεχίζοντας να κοιτάζει τη φωτιά. Δε το σκέφτηκα καθόλου, απλά σηκώθηκα και έφυγα, χωρίς να κοιτάξω γύρω μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι χτύπησε το κινητό μου. Ο αριθμός ήταν άγνωστος και η ώρα εντελώς ακατάλληλη για τηλεφωνήματα.
«Παρακαλώ;»
«Γύρνα πίσω.» μου είπε και το έκλεισε. Έφυγα τρέχοντας και σε λίγα λεπτά είχα φτάσει έξω από το σπίτι. Σταμάτησα ξαφνιασμένη. Καθόταν στα σκαλοπάτια και κάπνιζε. Τον πλησίασα και κάθισα δίπλα του.
«Πως βρήκες τον αριθμό μου;»
«Γιατί επέστρεψες;» μου αντιγύρισε κοιτώντας με στα μάτια.
«Μου το ζήτησες.»
«Και εσύ κάνεις ότι σου ζητήσουν;»
«Μόνο όταν αξίζει.» του απάντησα ψιθυριστά. Απείχαμε σε απόσταση αναπνοής. Ένα χτυποκάρδι πιο κοντά και θα μπορούσα να τον φιλήσω. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομερά ηλεκτρισμένη. Καυτή του ανάσα έπεφτε πάνω στο πρόσωπό μου, κάνοντας τη καρδιά να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Έγειρε λίγο το κεφάλι του και με πλησίασε. Τα χείλη του χάιδευαν απαλά τα δικά μου. Ένιωθα πως η καρδιά μου θα σπάσει. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και το μυαλό μου είχε αδειάσει. Το μόνο υπήρχε ήταν εκείνος και η ανάγκη μου να ενωθώ μαζί του. «Φύγε.» μου είπε και μπήκε μέσα στο σπίτι πριν προλάβω να πάρω ανάσα.
Σηκώθηκα ακόμα υπνωτισμένη και προχώρησα στο δρόμο. Ο κρύος αέρας με βοήθησε να συνέλθω, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να καταλάβω που είχα πάει. Βρισκόμουν σε μία τελείως ξένη γειτονιά. Πίσω που άκουσα βήματα και φοβισμένη καθώς καταλάβαινα που είχα μπλέξει, μπήκα σε ένα στενάκι. Δεν άργησα να καταλάβω ότι ήταν αδιέξοδο. Οι άντρες με ακολούθησαν. Ήταν τρεις και με πλησίαζαν απειλητικά. Το μυαλό μου πάγωσε και ξαφνικά τίποτα δε μπορούσα να σκεφτώ.
Ένας από αυτούς με πλησίασε και με κόλλησε με δύναμη στο τοίχο πίσω μου. Ένας άλλος άρχισε να με ακουμπάει και να προσπαθεί να μου βγάλει τα ρούχα. Κάτι έλεγαν μα εγώ δε καταλάβαινα τίποτα. Κάποια στιγμή όλα θόλωσαν και έπεσα στο σκοτάδι.
Ισαβέλλα Ντάρκ
Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Είχα μείνει στήλη άλατος να τον κοιτάζω υπνωτισμένα. Ένιωθα πως ο χρόνος είχε σταματήσει, το δωμάτιο είχε πάρει φωτιά και το σώμα μου με ικέτευε να τον πλησιάσω, όμως εγώ δε μπορούσα να κάνω βήμα. Πήρε μια ανάσα και ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τότε κατάλαβα πως είχα σταματήσει και εγώ να αναπνέω. Κατέβασα το κεφάλι ντροπιασμένη και ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται.
«Ποια είσαι;» με ρώτησε με τη βελούδινη και σαγηνευτική φωνή του.
«Με λένε Ισαβέλλα Ντάρκ.» του απάντησα βραχνά, έχοντας το βλέμμα μου κολλημένο στο πάτωμα. Ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται μπροστά μου και εγώ έκανα ένα βήμα πίσω τρομαγμένη κοιτάζοντάς τον με τρόμο στα μάτια. Μόλις είδε όμως την αντίδρασή μου ηρέμισε λίγο και φάνηκε να μετανιώνει.
«Με φοβάσαι;» ρώτησε δύσπιστα.
«Όχι.» του απάντησα αποκτώντας απότομα όλο το θάρρος που χρειαζόμουνα για να τον αντιμετωπίσω.
Μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και απομακρύνθηκε. «Δε χρειάζεται να με φοβάσαι.» είπε με ένα υποτιμητικό υφάκι, πίνοντας από το ποτήρι του.
«Δε φοβάμαι τίποτα και κανέναν και πόσο μάλλον εσένα.» του επιτέθηκα.
«Ώστε δε με φοβάσαι, ε; Ωραία τότε μπες μέσα και κλείσε την πόρτα πίσω σου. Αν μείνεις μέχρι το πρώτο φως τότε θα σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σου κάνω κακό, αλλά αν δεν τα καταφέρεις θα μείνεις κοντά μου για πάντα.» μου είπε με το υπεροπτικό του υφάκι. ‘Ήξερα πως έπρεπε να φύγω μακριά του, αλλά κάτι μου έλεγε πως εννοούσε όσα έλεγε, οπότε έφερα στην επιφάνεια όλο μου το πείσμα ως μόνη ασπίδα για να αντιμετωπίσω το φόβο που ένιωθα.
«Πολύ καλά, θα μείνω.» του απάντησα και κάθισα άνετα στον καναπέ, με το χαμόγελό μου να μεγαλώνει ενώ το δικό του έσβηνε σιγά-σιγά.
«Ποτό;»
«Όχι, ευχαριστώ.»
Πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα κοιτάζοντας τη φωτιά. Η ώρα είχε περάσει, λίγα λεπτά και μετά θα ήμουν ελεύθερη και δε θα ξαναερχόμουν ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Όμως, κάτι πήγαινε στραβά. Ενώ ήθελα να τον ξεχάσω μια για πάντα σαν να μην τον γνώρισα ποτέ, η καρδιά μού έλεγε να μείνω κοντά του.
«Ξημέρωσε. Μπορείς να φύγεις.» μου είπε συνεχίζοντας να κοιτάζει τη φωτιά. Δε το σκέφτηκα καθόλου, απλά σηκώθηκα και έφυγα, χωρίς να κοιτάξω γύρω μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι χτύπησε το κινητό μου. Ο αριθμός ήταν άγνωστος και η ώρα εντελώς ακατάλληλη για τηλεφωνήματα.
«Παρακαλώ;»
«Γύρνα πίσω.» μου είπε και το έκλεισε. Έφυγα τρέχοντας και σε λίγα λεπτά είχα φτάσει έξω από το σπίτι. Σταμάτησα ξαφνιασμένη. Καθόταν στα σκαλοπάτια και κάπνιζε. Τον πλησίασα και κάθισα δίπλα του.
«Πως βρήκες τον αριθμό μου;»
«Γιατί επέστρεψες;» μου αντιγύρισε κοιτώντας με στα μάτια.
«Μου το ζήτησες.»
«Και εσύ κάνεις ότι σου ζητήσουν;»
«Μόνο όταν αξίζει.» του απάντησα ψιθυριστά. Απείχαμε σε απόσταση αναπνοής. Ένα χτυποκάρδι πιο κοντά και θα μπορούσα να τον φιλήσω. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομερά ηλεκτρισμένη. Καυτή του ανάσα έπεφτε πάνω στο πρόσωπό μου, κάνοντας τη καρδιά να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Έγειρε λίγο το κεφάλι του και με πλησίασε. Τα χείλη του χάιδευαν απαλά τα δικά μου. Ένιωθα πως η καρδιά μου θα σπάσει. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και το μυαλό μου είχε αδειάσει. Το μόνο υπήρχε ήταν εκείνος και η ανάγκη μου να ενωθώ μαζί του. «Φύγε.» μου είπε και μπήκε μέσα στο σπίτι πριν προλάβω να πάρω ανάσα.
Σηκώθηκα ακόμα υπνωτισμένη και προχώρησα στο δρόμο. Ο κρύος αέρας με βοήθησε να συνέλθω, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να καταλάβω που είχα πάει. Βρισκόμουν σε μία τελείως ξένη γειτονιά. Πίσω που άκουσα βήματα και φοβισμένη καθώς καταλάβαινα που είχα μπλέξει, μπήκα σε ένα στενάκι. Δεν άργησα να καταλάβω ότι ήταν αδιέξοδο. Οι άντρες με ακολούθησαν. Ήταν τρεις και με πλησίαζαν απειλητικά. Το μυαλό μου πάγωσε και ξαφνικά τίποτα δε μπορούσα να σκεφτώ.
Ένας από αυτούς με πλησίασε και με κόλλησε με δύναμη στο τοίχο πίσω μου. Ένας άλλος άρχισε να με ακουμπάει και να προσπαθεί να μου βγάλει τα ρούχα. Κάτι έλεγαν μα εγώ δε καταλάβαινα τίποτα. Κάποια στιγμή όλα θόλωσαν και έπεσα στο σκοτάδι.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Άνοιξα τα μάτια μου κάποια στιγμή και αντίκρισα μια φωτιά. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά ένιωσα όλο μου το κορμί να πονάει. Το μόνο που κατάφερα ήταν να γυρίσω πλευρό και βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα σμιλεμένο σώμα. Σηκώνοντας το κεφάλι λίγο είδα το πρόσωπό του. Νιώθοντας ασφάλεια στην αγκαλιά του, έκλεισα τα μάτια μου και χουζούρεψα καλύτερα.Απ: Emerald eyes.
Κεφάλαιο 4ο «Οι εφιάλτες»
Ισαβέλλα Νταρκ
Μια βδομάδα κόλαση. Εκείνο το απόγευμα με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα επιστρέψει σπίτι μου, αλλά ήταν αργά το απόγευμα. Η μαμά μου είχε φρικάρει περισσότερο γιατί είδε το πρόσωπο και το σώμα μου σημαδεμένα και τα ρούχα μου σχισμένα. Αφού γύρισε ο μπαμπάς και την ηρέμισε λίγο –αφού με έβαλε ένα μήνα τιμωρία- πήγα να ξανακοιμηθώ –μάλλον είχα πάθει σοκ αφού μετά από τόσες ώρες ύπνου νύσταζα ακόμα.
Από πίσω μου ακουγόντουσαν βήματα… όλο πιο πολλά… όλο πιο κοντά… Τα πόδια μου δε κουνιόντουσαν. Βρέθηκα σε ένα αδιέξοδο. Φώναζα, ούρλιαζα αλλά φωνή δεν έβγαινε. Προσπάθησα να κρυφτώ στις σκιές, αλλά ο ήλιος που ανέτειλε με φανέρωνε. Τρεις άντρες εμφανίστηκαν ντυμένοι στα μαύρα. Κάθε βήμα που έκαναν η απελπισία με κατέκλυζε όλο και πολύ. Πάσχιζα να βγάλω έστω μια κραυγούλα αλλά τίποτα. Είχαν φτάσει πλέον από πάνω μου. Ο ένας από αυτούς έσκυψε από πάνω μου σαν αρπακτικό πουλί και ψιθύρισε στο αυτί μου ¨Ισαβέλλα, ερχόμαστε για σας…¨
Αυτός ο εφιάλτης συνεχίστηκε για μια βδομάδα. Ενώ ήξερα ότι ήταν απλά ένα όνειρο, συνέχιζα να ξυπνάω τρομαγμένη. Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί πήγαινα στο σχολείο κουρασμένη, με αποτέλεσμα να πατώσω στο διαγώνισμα ιστορίας και σε πολλά από τα μαθήματα να με παίρνει ο ύπνος. Οι καθηγητές ενημέρωσαν τους γονείς μου και η μάνα μου φρίκαρε και άρχισε το κήρυγμα.
Το κορυφαίο ήταν ότι κανένα από τα παιδιά δεν εμφανίστηκε στο σχολείο όλη εκείνη την εβδομάδα. Τους έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και τους άφηνα μηνύματα, αλλά τίποτα.
Έπρεπε να μιλήσω επειγόντως κάπου και μόνο την Άλις εμπιστευόμουν. Τα παιδιά δε το είχαν ξανακάνει ποτέ αυτό και ειδικά εκείνη. Από την μέρα που τους γνώρισα δε με είχαν αφήσει ούτε μία μέρα μόνη μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ.
Εκείνη τη Κυριακή η μαμά είχε κανονίσει να πάμε για δείπνο στους γείτονες. Η οικοδέσποινα είναι απόγονος Άρο Βολτούρι, του ιδρυτή της πόλης των Γαλαζοαίματων. Απ’ ότι ακούγεται είναι και η τελευταία απόγονος Βολτούρι, κάτι απόλυτα λογικό μετά από εκατόν εβδομήντα χρόνια.
«Ισαβέλλα, ώρα να φύγουμε. Κατέβα!» άκουσα την αγχωμένη φωνή της μαμάς μου. Αφού έριξα μια τελευταία ματιά στο είδωλο μου στο καθρέφτη, πήρα τη ζακέτα μου και κατέβηκα. «Κοίτα να φερθείς καλά. Και πρόσεχε μην αρχίσεις πάλι αυτά τα επαναστατικά σου.»
«Μάλιστα μαμά. Υπόσχομαι να ευγενική και καθώς πρέπει.» της απάντησα με μια δόση ειρωνείας.
Τη πόρτα μας άνοιξα η οικοδέσποινα. Η κα Βολτούρι ήταν μία κοπέλα γύρος τα εικοσιπέντε που ντυνόταν και φερόταν σαν σαραντάρα. Ο λόγος φυσικά, η θέση της στη κοινωνία και ο κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της σύζυγος της. Στο ύψος μου, με μακριά κόκκινα μαλλιά. Στο πρόσωπο της φαινόταν πόσο κουρασμένη ήταν –σε αντίθεση με του συζύγου της. Ελαφρώς μακιγιαρισμένη, ντυμένη με τα πιο παλιομοδίτικα ρούχα που μπορούσε να βρει κανείς.
«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μας. Παρακαλώ περάστε.» μας προσκάλεσε μέσα.
«Ω, ευχαριστούμε. Το σπίτι σας είναι πραγματικά ωραίο.» είπε η μαμά μου καθώς καθόμασταν στο καναπέ.
«Να σας προσφέρω κάτι πριν ετοιμαστεί το δείπνο;»
«Εγώ θα ήθελα λίγο κρασί.» της απάντησε ο πατέρας μου. Μετά από ένα-δυο ποτήρια που ήπιαν οι δύο άντρες πήγαμε στο τραπέζι. Οι άντρες ξεκίνησαν τα πολιτικά αλλά κατέληξαν να μιλάνε για αυτοκίνητα. Οι γυναίκες μιλούσαν μόνο για συνταγές και νοικοκυριό. Αφού τελειώσαμε το φαγητό οι άντρες πήγαν στο γραφείο να καπνίσουν και εμείς καθίσαμε στο σαλόνι. Επιτέλους μετά από δύο ώες πλήρους βαρεμάρας και ανίας φύγαμε.
Όταν έφτασα σπίτι ίσα που άντεξα να αλλάξω και έπεσα κατευθείαν για ύπνο. Και ξανά το ίδιο όνειρο. Μόνο που αυτή τη φορά αντί η σκοτεινή φιγούρα να μου πει ότι έρχονται για μας, είπε ¨Μην ανησυχείς Ισαβέλλα την επόμενη φορά που θα πας σε αυτό το σπίτι δε θα σε αφήσουμε να βαρεθείς…¨
Πετάχτηκα πάνω κατά τρομαγμένη. Πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Πήρα το τηλέφωνο από το κομοδίνο και κάλεσα το νούμερο της Άλις, αλλά ακόμα έδειχνε κλειστό. Ένιωθα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Κάλεσα τον αριθμό του. Χτύπησε αρκετές φορές πριν απαντήσει.
«Τι θες;» με ρώτησε κοφτά. Δίστασα, αλλά πραγματικά ήθελα να τον δω και αυτή ίσως να ήταν η μόνη ευκαιρία μου.
«Θέλω να σε δω.»
«Γιατί.»
«Μπορείς να έρθεις;»
«Αν θες έλα.»
«Δε μπορώ να φύγω. Είμαι τιμωρημένη, αν με πιάσουν πιθανών να μην ξαναβγώ ποτέ.»
«Δε μπορώ να κάνω κάτι για αυτό.» είπε αδιάφορα.
«Σε παρακαλώ έλα. Φοβάμαι.» του είπα και η φωνή μου ξεθώριασε.
«Καληνύχτα.» είπε ξερά και το έκλεισε. Ξάπλωσα πίσω και προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά ερχόταν στο μυαλό μου το όνειρο.
Πέντε λεπτά μετά το κλείσιμο του τηλεφώνου άκουσα ένα θόρυβο έξω από το παράθυρό μου. Πλησίασα αργά και κοίταξα απέξω. Και μόνο που τον έβλεπα ένιωθα ασφαλής. Έκανα πίσω και εκείνος σκαρφάλωσε στις κληματαριές και πήδηξε μέσα από το παράθυρο στο δωμάτιό μου.
«’Ήρθες.» είπα τρέχοντας και αγκαλιάζοντάς τον σαν μικρό παιδάκι.
«Μη γίνει συνήθειο όμως.» είπε απότομα και με απομάκρυνε. Γύρισε τη πλάτη του και έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στο κρεβάτι μου. Αφού στριφογύρισε τόσο ώστε να μου κάνει το κρεβάτι χάλια, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και είπε «Μια χαρά σε βλέπω. Και το σπίτι ασφαλή είναι. Τι φοβάσαι λοιπόν;»
«Να… μια βδομάδα τώρα βλέπω τον ίδιο εφιάλτη, μόνο που σήμερα άλλαξε.»
«Και για τα χαζοόνειρα σου με φώναξες εδώ;» είπε τσιτωμένος ενώ πετάχτηκε όρθιος.
«Το ξέρω ότι είναι χαζά αλλά αυτοί οι τρεις άντρες με τα μαύρα πραγματικά με τρομάζουν και ειδικά μετά από αυτό είπαν για το σπίτι των Βολτούρι-» με άρπαξε και με κόλλησε στο τοίχο. Έφερε το κατακόκκινο πρόσωπό του κοντά στο δικό μου.
«Τι σου είπαν;» είπε σφίγγοντας περισσότερο τα μπράτσα μου.
«Απλά είπαν να μην ανησυχώ και την επόμενη φορά που θα πάω σε αυτό το σπίτι δε θα με αφήσουν να βαρεθώ.» έκανε πίσω και κάθισε στο κρεβάτι.
«Πολύ γρήγορα. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα.» επαναλάμβανε σαστισμένος. Σηκώθηκε απότομα και με έσπρωξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι. «Μην ανησυχείς. Θα το κανονίσουμε εμείς αυτό. Μη τους δίνεις πολύ σημασία. Ακόμα είναι στα όνειρά σου.» έλεγε αγχωμένος.
«Τι εννοείς ακόμα και ποιοι είναι αυτοί;»
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς.»
«Μόνο αν υποσχεθείς ότι δε θα φύγεις αν δε βγει ο ήλιος.» είπα όσο πιο παραπονιάρικα μπορούσα.
«Δε πάω πουθενά κοιμήσου.» είπε αφού φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.
Αυτό ήταν, δεν χρειάστηκα άλλη λέξη. Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους. Όταν ο εφιάλτης ήρθε, αισθανόμουν το χέρι του Ρόμπερτ να κρατάει το δικό μου. Δε φοβήθηκα στιγμή, αντίθετα συνέχισα τον ύπνο μου.
Ισαβέλλα Νταρκ
Μια βδομάδα κόλαση. Εκείνο το απόγευμα με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα επιστρέψει σπίτι μου, αλλά ήταν αργά το απόγευμα. Η μαμά μου είχε φρικάρει περισσότερο γιατί είδε το πρόσωπο και το σώμα μου σημαδεμένα και τα ρούχα μου σχισμένα. Αφού γύρισε ο μπαμπάς και την ηρέμισε λίγο –αφού με έβαλε ένα μήνα τιμωρία- πήγα να ξανακοιμηθώ –μάλλον είχα πάθει σοκ αφού μετά από τόσες ώρες ύπνου νύσταζα ακόμα.
Από πίσω μου ακουγόντουσαν βήματα… όλο πιο πολλά… όλο πιο κοντά… Τα πόδια μου δε κουνιόντουσαν. Βρέθηκα σε ένα αδιέξοδο. Φώναζα, ούρλιαζα αλλά φωνή δεν έβγαινε. Προσπάθησα να κρυφτώ στις σκιές, αλλά ο ήλιος που ανέτειλε με φανέρωνε. Τρεις άντρες εμφανίστηκαν ντυμένοι στα μαύρα. Κάθε βήμα που έκαναν η απελπισία με κατέκλυζε όλο και πολύ. Πάσχιζα να βγάλω έστω μια κραυγούλα αλλά τίποτα. Είχαν φτάσει πλέον από πάνω μου. Ο ένας από αυτούς έσκυψε από πάνω μου σαν αρπακτικό πουλί και ψιθύρισε στο αυτί μου ¨Ισαβέλλα, ερχόμαστε για σας…¨
Αυτός ο εφιάλτης συνεχίστηκε για μια βδομάδα. Ενώ ήξερα ότι ήταν απλά ένα όνειρο, συνέχιζα να ξυπνάω τρομαγμένη. Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί πήγαινα στο σχολείο κουρασμένη, με αποτέλεσμα να πατώσω στο διαγώνισμα ιστορίας και σε πολλά από τα μαθήματα να με παίρνει ο ύπνος. Οι καθηγητές ενημέρωσαν τους γονείς μου και η μάνα μου φρίκαρε και άρχισε το κήρυγμα.
Το κορυφαίο ήταν ότι κανένα από τα παιδιά δεν εμφανίστηκε στο σχολείο όλη εκείνη την εβδομάδα. Τους έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και τους άφηνα μηνύματα, αλλά τίποτα.
Έπρεπε να μιλήσω επειγόντως κάπου και μόνο την Άλις εμπιστευόμουν. Τα παιδιά δε το είχαν ξανακάνει ποτέ αυτό και ειδικά εκείνη. Από την μέρα που τους γνώρισα δε με είχαν αφήσει ούτε μία μέρα μόνη μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ.
Εκείνη τη Κυριακή η μαμά είχε κανονίσει να πάμε για δείπνο στους γείτονες. Η οικοδέσποινα είναι απόγονος Άρο Βολτούρι, του ιδρυτή της πόλης των Γαλαζοαίματων. Απ’ ότι ακούγεται είναι και η τελευταία απόγονος Βολτούρι, κάτι απόλυτα λογικό μετά από εκατόν εβδομήντα χρόνια.
«Ισαβέλλα, ώρα να φύγουμε. Κατέβα!» άκουσα την αγχωμένη φωνή της μαμάς μου. Αφού έριξα μια τελευταία ματιά στο είδωλο μου στο καθρέφτη, πήρα τη ζακέτα μου και κατέβηκα. «Κοίτα να φερθείς καλά. Και πρόσεχε μην αρχίσεις πάλι αυτά τα επαναστατικά σου.»
«Μάλιστα μαμά. Υπόσχομαι να ευγενική και καθώς πρέπει.» της απάντησα με μια δόση ειρωνείας.
~*~*~*~*~*~
Τη πόρτα μας άνοιξα η οικοδέσποινα. Η κα Βολτούρι ήταν μία κοπέλα γύρος τα εικοσιπέντε που ντυνόταν και φερόταν σαν σαραντάρα. Ο λόγος φυσικά, η θέση της στη κοινωνία και ο κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της σύζυγος της. Στο ύψος μου, με μακριά κόκκινα μαλλιά. Στο πρόσωπο της φαινόταν πόσο κουρασμένη ήταν –σε αντίθεση με του συζύγου της. Ελαφρώς μακιγιαρισμένη, ντυμένη με τα πιο παλιομοδίτικα ρούχα που μπορούσε να βρει κανείς.
«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μας. Παρακαλώ περάστε.» μας προσκάλεσε μέσα.
«Ω, ευχαριστούμε. Το σπίτι σας είναι πραγματικά ωραίο.» είπε η μαμά μου καθώς καθόμασταν στο καναπέ.
«Να σας προσφέρω κάτι πριν ετοιμαστεί το δείπνο;»
«Εγώ θα ήθελα λίγο κρασί.» της απάντησε ο πατέρας μου. Μετά από ένα-δυο ποτήρια που ήπιαν οι δύο άντρες πήγαμε στο τραπέζι. Οι άντρες ξεκίνησαν τα πολιτικά αλλά κατέληξαν να μιλάνε για αυτοκίνητα. Οι γυναίκες μιλούσαν μόνο για συνταγές και νοικοκυριό. Αφού τελειώσαμε το φαγητό οι άντρες πήγαν στο γραφείο να καπνίσουν και εμείς καθίσαμε στο σαλόνι. Επιτέλους μετά από δύο ώες πλήρους βαρεμάρας και ανίας φύγαμε.
Όταν έφτασα σπίτι ίσα που άντεξα να αλλάξω και έπεσα κατευθείαν για ύπνο. Και ξανά το ίδιο όνειρο. Μόνο που αυτή τη φορά αντί η σκοτεινή φιγούρα να μου πει ότι έρχονται για μας, είπε ¨Μην ανησυχείς Ισαβέλλα την επόμενη φορά που θα πας σε αυτό το σπίτι δε θα σε αφήσουμε να βαρεθείς…¨
Πετάχτηκα πάνω κατά τρομαγμένη. Πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Πήρα το τηλέφωνο από το κομοδίνο και κάλεσα το νούμερο της Άλις, αλλά ακόμα έδειχνε κλειστό. Ένιωθα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Κάλεσα τον αριθμό του. Χτύπησε αρκετές φορές πριν απαντήσει.
«Τι θες;» με ρώτησε κοφτά. Δίστασα, αλλά πραγματικά ήθελα να τον δω και αυτή ίσως να ήταν η μόνη ευκαιρία μου.
«Θέλω να σε δω.»
«Γιατί.»
«Μπορείς να έρθεις;»
«Αν θες έλα.»
«Δε μπορώ να φύγω. Είμαι τιμωρημένη, αν με πιάσουν πιθανών να μην ξαναβγώ ποτέ.»
«Δε μπορώ να κάνω κάτι για αυτό.» είπε αδιάφορα.
«Σε παρακαλώ έλα. Φοβάμαι.» του είπα και η φωνή μου ξεθώριασε.
«Καληνύχτα.» είπε ξερά και το έκλεισε. Ξάπλωσα πίσω και προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά ερχόταν στο μυαλό μου το όνειρο.
Πέντε λεπτά μετά το κλείσιμο του τηλεφώνου άκουσα ένα θόρυβο έξω από το παράθυρό μου. Πλησίασα αργά και κοίταξα απέξω. Και μόνο που τον έβλεπα ένιωθα ασφαλής. Έκανα πίσω και εκείνος σκαρφάλωσε στις κληματαριές και πήδηξε μέσα από το παράθυρο στο δωμάτιό μου.
«’Ήρθες.» είπα τρέχοντας και αγκαλιάζοντάς τον σαν μικρό παιδάκι.
«Μη γίνει συνήθειο όμως.» είπε απότομα και με απομάκρυνε. Γύρισε τη πλάτη του και έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στο κρεβάτι μου. Αφού στριφογύρισε τόσο ώστε να μου κάνει το κρεβάτι χάλια, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και είπε «Μια χαρά σε βλέπω. Και το σπίτι ασφαλή είναι. Τι φοβάσαι λοιπόν;»
«Να… μια βδομάδα τώρα βλέπω τον ίδιο εφιάλτη, μόνο που σήμερα άλλαξε.»
«Και για τα χαζοόνειρα σου με φώναξες εδώ;» είπε τσιτωμένος ενώ πετάχτηκε όρθιος.
«Το ξέρω ότι είναι χαζά αλλά αυτοί οι τρεις άντρες με τα μαύρα πραγματικά με τρομάζουν και ειδικά μετά από αυτό είπαν για το σπίτι των Βολτούρι-» με άρπαξε και με κόλλησε στο τοίχο. Έφερε το κατακόκκινο πρόσωπό του κοντά στο δικό μου.
«Τι σου είπαν;» είπε σφίγγοντας περισσότερο τα μπράτσα μου.
«Απλά είπαν να μην ανησυχώ και την επόμενη φορά που θα πάω σε αυτό το σπίτι δε θα με αφήσουν να βαρεθώ.» έκανε πίσω και κάθισε στο κρεβάτι.
«Πολύ γρήγορα. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα.» επαναλάμβανε σαστισμένος. Σηκώθηκε απότομα και με έσπρωξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι. «Μην ανησυχείς. Θα το κανονίσουμε εμείς αυτό. Μη τους δίνεις πολύ σημασία. Ακόμα είναι στα όνειρά σου.» έλεγε αγχωμένος.
«Τι εννοείς ακόμα και ποιοι είναι αυτοί;»
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς.»
«Μόνο αν υποσχεθείς ότι δε θα φύγεις αν δε βγει ο ήλιος.» είπα όσο πιο παραπονιάρικα μπορούσα.
«Δε πάω πουθενά κοιμήσου.» είπε αφού φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.
Αυτό ήταν, δεν χρειάστηκα άλλη λέξη. Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους. Όταν ο εφιάλτης ήρθε, αισθανόμουν το χέρι του Ρόμπερτ να κρατάει το δικό μου. Δε φοβήθηκα στιγμή, αντίθετα συνέχισα τον ύπνο μου.
Σελίδα 2 από 2 • 1, 2
Σελίδα 2 από 2
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:21 από DeathView*
» Gotham
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:17 από DeathView*
» New Girl
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» Suits
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» La casa de papel
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:49 από DeathView*
» THE ROOKIE
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:42 από DeathView*
» …ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (GIA PANTA) (2020)
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:51 από DeathView*
» The Magicians
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:43 από DeathView*
» ShadowHunters
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:42 από DeathView*
» BODYGUARD
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:39 από DeathView*