Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
210 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 210 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
[ Δες όλη τη λίστα ]
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 545, στις Πεμ 01 Ιαν 2015, 15:59
Σύνδεση
Untitled...
4 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 1
Untitled...
Κεφάλαιο 1
Απόφαση
Απόφαση
Ο ήλιος εισέβαλε με θράσος από το παράθυρο. Οι χρυσαφένιες του αχτίδες διαπέρασαν την διπλή τζαμαρία και τις κουρτίνες, που απ’ ότι φαίνεται δεν έκαναν καλά την δουλειά τους και χύθηκαν παντού τριγύρω στο δωμάτιο. Η κάμαρα σιγά σιγά γέμισε με φως και καμιά γωνιά, δεν είχε μείνει πλέον στο σκοτάδι. Δεν ήταν το φως του ήλιου όμως, που ξύπνησε την Μαρίτσα από τον γεμάτο όνειρα ύπνο της.
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα τις μερικές φορές για να συνηθίσουν τα μάτια της στο φως της μέρας και τεντώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Η γάτα του σπιτιού, της νιαούρισε ναζιάρικα έξω από το παράθυρο, δηλώνοντας την παρουσία της. Δεν έκανε καλό ύπνο κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξυπνήσει με νεύρα. Άπλωσε το χέρι της και βρήκε ένα πεταμένο μαξιλάρι στο πάτωμα και το πέταξε προς την κατεύθυνση του παραθύρου. Η γάτα συνηθισμένη σε τέτοια ξεσπάσματα, δεν τρόμαξε και έβαλε το πόδι της στην επιφάνεια του παραθύρου, γρατζουνώντας το και νιαουρίζοντας σ’ απάντηση.
Ξεφυσώντας η Μαρίτσα πέταξε από πάνω της το πάπλωμα και σηκώθηκε. Ένιωθε υπερένταση και αφού πήγε πρώτα να νίψει το πρόσωπό της , κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
«Φυσικά», είπε απηυδισμένη μέσα από τα δόντια της και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της ανοίγοντας το ντουλάπι για να πιάσει ένα φίλτρο για την καφετιέρα. Το σιχαινόταν, όταν όλοι το πρωί πριν φύγουν έπιναν καφέ, αλλά ποτέ δεν έφτιαχναν αρκετό, ώστε να μπορεί και η Μαρίτσα να βρει μια σταγόνα, όταν θα ξυπνούσε αργότερα.
«Να ξυπνάς νωρίτερα, για να πίνεις καφέ» της είπε μια μέρα ο πατέρας της, είπε όλο χολή η πατέρας της, επειδή το στερνοπούλι του είχε το συνήθειο να ξυπνάει μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Τότε που ο κόσμος έλεγε «καλησπέρα και όχι καλημέρα», όπως της είχε πει κι αδελφός της υπερασπιζόμενος τον πατέρα του.
Η Μαρίτσα είχε τελειώσει κομμωτική και τώρα ήταν άνεργη. Που και που μόνο πήγαινε και κούρευε ή χτένιζε καμιά θεία ή καμιά γειτόνισσα εκεί στο χωριό, όταν είχαν χαρές και πανηγύρια και έβγαζε κανένα χαρτζιλίκι στη χάση και στην φέξη. Ούτε τα τσιγάρα της δεν έβγαζε που λέει ο λόγος. Κι αυτά ο πατέρας της τα πλήρωνε. Όπως και πολλά άλλα. Καλλυντικά, ρούχα, καφέδες, εξόδους και πολλά άλλα. Η ίδια βαριόταν την ζωή της στο χωριό και περίμενε αυτό που θα άλλαζε την ζωή της. Δεν είχε ιδέα πιο θα ήταν αυτό, αλλά δεν είχε ιδέα τι θα ήθελε να είναι. Από της φύσης της μπερδεμένο και «όπου με πάει ο άνεμος» άτομο περίμενε κάποιον άλλον να την βγάλει απ’ την μίζερη, όπως την θεωρούσε ζωή της.
Σήμερα, όμως που ξύπνησε νωρίτερα, πάλι δεν βρήκε καφέ, αφού όλοι έφευγαν για την δουλειά πολύ νωρίς το πρωί. Όταν ακόμα έξω ήταν σκοτεινά. Τότε που ο κόσμος στις μεγάλες πόλεις ακόμα διασκεδάζει, σκέφτηκε μελαγχολικά. Αφού έβαλε το φίλτρο, το νερό και τον καφέ στην καφετιέρα, πήρε μια κούπα και έβαλε μιάμιση κουταλιά ζάχαρη. Ούτε πολύ για να την πιάσει ο καφές και να ξυπνήσει, αλλά ούτε και λίγο για να μην της τρυπήσει η καφεΐνη το στομάχι. Πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα απ’ τα ανακατωμένα μαλλιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ένιωσε καμία ανακούφιση. Αντίθετα, όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο ανήσυχη. Πιο ανυπόμονη. Χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτό, αισθανόταν σα να έπρεπε να κάνει κάτι, αλλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Την εκνεύριζε και το γεγονός ότι δεν θυμόταν αυτό το έντονο όνειρο που είχε δει και άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλά της στον πάγκο της κουζίνας.
Ο καφές ήταν έτοιμος. Πήρε στα χέρια της την κανάτα και γέμισε με το καυτό περιεχόμενο της, την καφέ κούπα με τους πορτοκαλί κύκλους και ανακάτεψε για να διαλυθεί η ζάχαρη. Ήπιε μια γουλιά και το ζεστό ρόφημα την αναζωογόνησε. Σύρθηκε μέχρι το σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Απενεργοποίησε τον ήχο, γιατί της άρεσε περισσότερο να παρατηρεί την εικόνα παρά να ακούει. Εξάλλου δεν θα ήταν και σε θέση να παρακολουθήσει κάτι, με τον πονοκέφαλο που την είχε πιάσει στην προσπάθειά της να θυμηθεί το χθεσινοβραδινό όνειρο.
«Παυσίπονο παίρνει ο κόσμος για τον πονοκέφαλο, δεν πίνει καφέ» σαν να άκουγε τον πατέρα της να της λέει. Κούνησε το κεφάλι της, σα να ήθελε να διώξει την φωνή του πατέρας της και προσπάθησε να συγκεντρώσει το βλέμμα της, στις εικόνες της οθόνης.
Το μάτι της έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα του αδελφού της. Το άνοιξε για να δει αν είχε μείνει κανένα μέσα. Προς μεγάλη της έκπληξη βρήκε πέντε. «Θα το ξέχασε» είπε στον εαυτό της. Δεν ήταν πολλά, αλλά ήταν αρκετά για να την χαλαρώσουν και αρκετά μέχρι να βρει την όρεξη και την διάθεση να πάει να πάρει καινούριο πακέτο. Άναψε το πρώτο, βολεύτηκε στον καναπέ και αφοσιώθηκε σε μια κουτσομπολίστικη εκπομπή, παίρνοντας το «πρωινό» της.
Η εκπομπή μετέδιδε εικόνες από έναν διάσημο γάμο, ενός γνωστού επιχειρηματία με ένα «μοντέλο» πολυτελείας.
«Κωλόφαρδη» σκέφτηκε και άλλαξε αμέσως κανάλι. Δεν της άρεσε να βλέπει τέτοια στην τηλεόραση. Ζήλευε τις τύχες των γυναικών αυτών και αγανακτούσε που ήταν αναγκασμένη να ζει σ’ ένα χωριό, τελείως αποκομμένο από τον πολιτισμό, τον μοντερνισμό και την μόδα.
Ο ορισμός του πολιτισμού για την Μαρίτσα ήταν να μπορεί να ξενυχτάει μέχρι το πρωί, σε μοντέρνα στιλάτα και φυσικά ακριβά κλαμπ και που εννοείται πως ο συνοδός της δεν θα την άφηνε να πληρώσει, όλα τα πανάκριβα κοκτέιλ, φτιαγμένα από μπάρμαν που πετάνε στον αέρα τα μπουκάλια, μέχρι οι γόβες –πάντα γνωστού σχεδιαστή, όπως και τα ρούχα- να της πονέσουν τα πόδια. Να κοιμάται το πρωί και να ξυπνάει το μεσημέρι και μετά να σουλατσάρει στην πόλη κάνοντας ψώνια, πίνοντας καφέ και κάνοντας νέες γνωριμίες, που στο μέλλον θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμες.
Μόδα θεωρούσε οτιδήποτε άξιζε παραπάνω από τον βασικό μισθό και οτιδήποτε βρισκόταν σε όλα τα γκλάμουρους καταστήματα στις πλούσιες περιοχές της Αθήνας. Βλέπε, Κολονάκι, Κηφισιά κτλ. Ήθελε μια ζωή ελεύθερη από κάθε περιορισμό. Αυτό που για τον υπόλοιπο κόσμο, θεωρούταν άπιαστο όνειρο και πολλές φορές ανούσιο όνειρο, για εκείνη ήταν πολιτισμός και ένα όνειρο ζωής που ήλπιζε να γίνει πραγματικότητα. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς βλαχιά.
Ήθελε να ζει την κάθε μέρα στο έπακρο, σαν να μην υπάρχει αύριο και να χαίρεται τα νιάτα και την ομορφιά της. Γιατί όμορφη ήταν. Κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό. Όλα τ’ αγόρια στο χωριό της –και όχι μόνο- την ήθελαν σαν τρελοί. Και επειδή, από την φύση της άνθρωπος που δεν ήθελε να δυσαρεστεί κανέναν και ποτέ δεν ήθελε να γίνεται αγενής, δεν έλεγε σχεδόν ποτέ όχι. Είχε τα κριτήριά της, για να κάνει την επιλογή της.
Τα γούστα της, συγκεκριμένα και πολύ επιλεκτικά. Το υποψήφιο θύμα, γιατί περί θύματος επρόκειτο, έπρεπε να έχει υψηλό εισόδημα και να ήταν αρκετά εμφανίσιμοι, ώστε να μπορούν να σταθούν δίπλα της. Όταν πια άρχιζε να βαριέται, φρόντιζε να το αντικαταστήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και που δεν είχε τίποτα να της προσφέρει πλέον και το κορόιδο γινόταν πια παρελθόν. Ένα από τα πολλά. Ήταν 22 ετών και είχε κοιμηθεί με ουκ ολίγους άντρες. Και δεν έβρισκε κάτι το κακό σ’ αυτό, κάθε άλλο. Υποστήριζε ένθερμα την άποψη της, χωρίς να συμμερίζεται την άποψη του κόσμου, πως το σεξ με διαφορετικούς άντρες, δεν ήταν ξετσιπωσιά. Το θεωρούσε ταξίδι. Κάθε ταξίδι και ένας νέος προορισμός. Και νέος προορισμός σήμαινε, καινούριες και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Δεν είναι κακό ν’ αποκτάς εμπειρίες. Έτσι δεν είναι;
Ξεφύσησε ξανά κι άφησε το βλέμμα της να χαθεί στις διαφόρων αποχρώσεων εικόνες του ντοκιμαντέρ για τα διάφορα τοπία του κόσμου. Δεν την ενδιέφερε και τόσο το θέμα, έτσι κι αλλιώς, απλώς χάζευε τα χρώματα που έμοιαζαν εξωπραγματικά. Όμως, τώρα που η οθόνη γέμισε, μ’ ένα χρυσοκίτρινο χρώμα –το χρώμα της ερήμου- θυμήθηκε ξαφνικά γιατί είχε ξυπνήσει τόσο απότομα από το όνειρό της. Αν χαλάρωνε λίγο και αφηνόταν θα θυμόταν τα πάντα. Επικέντρωσε το βλέμμα της στην άμμο, που έμοιαζε σαν απλωμένο χρυσοκέντητο χαλί και αφαιρέθηκε στις σκέψεις της. Το μυαλό της ταξίδεψε στο χθες. Στ’ όνειρο που είδε και στο άτομο που τάραξε τον ύπνο της. Ποιος ή ποια ήταν και γιατί τον είδε; Σίγουρα δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Προσπαθούσε να την βγάλει από την προσωπική της φυλακή. Και σχεδόν τα κατάφερε, αλλά αυτός ο καταραμένος ήλιος μπούκαρε στο δωμάτιό της διακόπτοντας εκείνο το αινιγματικό όνειρο. Θα τα είχε καταφέρει άραγε αυτός ο άγνωστος να την βγάλει από εκεί που είχε εγκλωβιστεί; Και πρώτα απ’ όλα ποιος ήταν αυτός;
Αναρωτιόταν και κάθε στιγμή της γινόταν ανυπόφορο το να μην μπορεί να ερμηνεύσει το όνειρό της. Ήταν άραγε προφητικό; Θα το μάθαινε πολύ, πολύ σύντομα. Όπως θα καταλάβαινε επίσης ή καλύτερα θα συνειδητοποιούσε, πως εκείνο το πρωί, δεν ήταν ο ήλιος που εισέβαλε στο όνειρό της και την ξύπνησε,,,
Το ένιωθε, το αισθανόταν σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Βαθιά μέσα της, όλο αυτό ήξερε πως δεν μπορούσε να ήταν απλώς ένα συνηθισμένο όνειρο, γυρόφερνε στο μυαλό της ξανά και ξανά όλες τις σκοτεινές εικόνες που μπορούσε να σκεφτεί. Ώσπου, όλες τους τελικά μπήκαν σε μια σειρά. Ναι, σίγουρα, εκείνο το μέρος ήταν η προσωπική της φυλακή. Μπορούσε ακόμα να αισθανθεί την καταπίεση που βίωνε σ’ αυτό το κουβούκλιο. Έτσι ακριβώς νιώθει και στο σπίτι της. Καταπιεσμένη και περιορισμένη και με την αίσθηση ότι συνεχώς βυθίζεται. Ήθελε ν’ ανέβει στην επιφάνεια. Πάλευε. Δεν ήξερε όμως, τι πολεμούσε. Ίσως η απάντηση βρισκόταν εκεί. Μπροστά στα μάτια της, έπρεπε απλώς ν’ ακολουθήσει τα χνάρια της ιστορίας που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια της και βήμα βήμα να ζήσει αυτή την ιστορία και να την ολοκληρώσει.
Σκοτάδι. Και ξαφνικά η αίσθηση ότι πέφτει. Κάπου βρισκόταν μα δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν μπορούσε να δει ούτε την μύτη της. Έμεινε για λίγο ακίνητη. Ανάσανε βαθιά, όπως έκανε πάντα για να ελέγξει τα νεύρα ή την σύγχυσή της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί όμορφα πράγματα, που θα την έκανα να χαλαρώσει. Μάταια όμως. Κάθε στιγμή που περνούσε ο πανικός την κυρίευε. Πισωπάτησε και βρήκε αντίσταση. Κάποιος τοίχος; Δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Στηρίχτηκε πάνω του και γλίστρησε στο πάτωμα. Σκέψεις χόρευαν στο μυαλό της. Πως θα έβγαινε από εκεί μέσα; Γιατί ήταν εκεί μέσα; Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.
Ήταν σίγουρα πολύ ώρα εκεί μέσα. Τώρα τα μάτια της άρχιζαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι και να εναρμονίζονται με το περιβάλλον. Μπορούσε πλέον να δει, πως ήταν μέσα σ’ ένα σαν ένα πολύ μικρό και στενό δωμάτιο. «Γι’ αυτό ήταν τόσο ασφυκτικά» συλλογίστηκε. Δεν μπορούσε να δει παραπέρα. Απελπίστηκε. Την έπιασαν τα κλάματα. Έκρυψε το πρόσωπό της, στα δυο της χέρια και ξέσπασε. Δεν ήξερε τι να κάνει; Πως μπορούσε να ξεφύγει, από κάτι που δεν έβλεπε; Όταν τα δάκρυά της στέρεψαν και δεν της είχε απομείνει άλλη δύναμη, ρούφηξε με θόρυβο την μύτη της, σκούπισε τα υγρά της μάτια και έμεινε καθισμένη στο πάτωμα, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της.
Είχε καρφώσει το βλέμμα της στο κενό και περίμενε…
Ο χρόνος κυλούσε, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ρολόι και χτύπος να μετράει τα δευτερόλεπτα, που έμοιαζαν ώρες ολόκληρες. Κι από κει που δεν το περίμενε, ως μάνα εξ ουρανού, στο σημείο που είχε στυλώσει τα μάτια της, ένα φως έλαμψε στο βάθος. Αχνό, αλλά ορατό.
Μια ελπίδα φτερούγισε μέσα της και αναθάρρησε. Το φως εισχωρούσε όλο και πιο πολύ στο θεοσκότεινο δώμα και επιτέλους, μπόρεσε να καταλάβει, που βρισκόταν.
Σ’ ένα ασανσέρ. Μα πως είχε βρεθεί εκεί μέσα; Σηκώθηκε απότομα και το αίσθημα πτώσης εμφανίστηκε πάλι. Ισορρόπησε και περπάτησε ως την πόρτα. Προσπάθησε να την ανοίξει, αλλά μάταια. Το φως γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Σαν ανατέλλων ήλιος. Ένα σύννεφο όμως, έκρυψε αυτόν τον ήλιο και τώρα πια το σκοτάδι είχε τυλίξει και πάλι τη μικρή στενή φυλακή της.
Το φως τρεμόπαιξε για λίγο και πάλι χάθηκε. Για τρίτη φορά. Η πόρτα άνοιξε και μια σκιά με σχήμα ανθρώπου. Όμως δεν κατάφερε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του, γιατί η λάμψη που τον ακολουθούσε δεν την άφηνε να δει. Το μόνο που μπόρεσε να καταλάβει ήταν πως επρόκειτο για αντρική φιγούρα. Τίποτα παραπάνω. Το φωτεινό φόντο, γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Έμοιαζε με χρυσό, που λάμπει στον ήλιο.
Η φιγούρα ξεμάκραινε τώρα και την άφηνε πάλι μόνη. Με το φως να εξακολουθεί να την τυφλώνει, έκανε ένα δειλό βήμα προς την έξοδο. Σε κάθε της βήμα, άρχισε πάλι να χάνει την ορατότητά της. Αυτή την φορά, δεν έφταιγε το σκοτάδι.
Και έπειτα… ξύπνησε. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Η πόρτα που έκλεισε με δύναμη, την έβγαλε από την ονειροπόλησή της. Ο Παύλος, ο αδελφός της Μαρίτσας, μπήκε με βαριά βήματα στο σπίτι και διέσχισε το σαλόνι. Αφού, χύθηκε στον καναπέ δίπλα σ’ αυτό ν που καθόταν η αδελφή του, είπε απευθυνόμενος στην αδελφή του:
«τώρα ξύπνησες εσύ;»
«ε; όχι.» απάντησε εκείνη, ακόμα ξαφνιασμένη με το πόσο είχε περάσει η ώρα, αναπολώντας το χθεσινοβραδινό όνειρο. «τι… ώρα είναι;» δίστασε.
«δώδεκα, μαστουρωμένη είσαι;» την κορόιδεψε ο Παύλος.
«άντε χέσου»
«νευράκια πάλι;»
«ναι, νευράκια. Υπάρχει πρόβλημα;»
Ο μεγάλος της αδελφός έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα και σηκώθηκε από τον αναπαυτικό καναπέ. Καθώς έκανε να φύγει, στάθηκε για λίγο όταν άκουσε την φωνή της:
«γιατί έτσι νωρίς σήμερα;»
«εσένα τι σε κόφτει;»
«εγώ φταίω που ρώτησα»
Απαξιώντας για την απάντηση που έλαβε, πήρε τον δρόμο για την κάμαρά του. Σαν αδέλφια πάντα είχαν τις διαφορές του, αλλά όταν μπήκαν στην εφηβεία, οι τσακωμοί είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Όταν πια τελείωσαν το σχολείο, απλά απαξιούσαν ο ένας για τον άλλο και αντάλλασαν μόνο μερικές τυπικές κουβέντες.
Ο Παύλος, επίσης μισούσε το γεγονός, ότι όλοι στο χωριό και στα περίχωρα, θεωρούσαν την αδελφή του, τσούλα και γι’ αυτό δεν είχε και πολλές παρέες. Μόνο δυο καλούς παιδικούς φίλους, που τον στήριζαν και δεν τον έκαναν ποτέ να νιώσει άσχημα.
Το όλο θέμα με την αδελφή του, είχε σταθεί εμπόδιο στις σχέσεις του και μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να κατασταλάξει με μια κοπέλα. Ήθελε να γνωρίσει μια καλή κοπέλα και να κάνει οικογένεια. Και η αλήθεια να λέγεται. Ήταν και αυτός όπως η αδελφή του, όμορφος. Ψηλός, καστανός και γεροδεμένος. Με την σκληρή δουλειά να του προσδίδει μια αγριάδα αλλά και μια γοητεία, έκαιγε καρδιές. Όμως τι να το κάνει; Η συμπεριφορά της αδελφής του, τον είχε κάνει επιφυλακτικό απέναντι στις γυναίκες και επιδίωκε σχέσεις.
Όπως και να ‘χει όμως, ήταν αδελφός της και σήμερα ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε σ’ αυτά τα χάλια και το χειρότερο! αυτός ποτέ δεν είχε φύγει από την δουλειά του τόσο νωρίς. Ήταν πάντα τύπος και υπογραμμός και όλοι είχαν να το λένε. Δουλευταράς, τυπικός και πάντα εντάξει στις υποχρεώσεις του. Σήμερα όμως, γιατί να φύγει από τη δουλειά;
Έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ, αλλά το μετάνιωσε. «Καλύτερα να περιμένω λίγο» είπε στον εαυτό της και βολεύτηκε πάλι στον καναπέ, ανοίγοντας αυτή τη φορά την ένταση της τηλεόρασης.
«πάγαινε να φωνάξεις τον αδελφό σου, σε λίγο είναι έτοιμο το φαί»
«τι έφτιαξες σήμερα μαμά;»
«φασολάκια»
«ωραία, πάω» είπε και αναπήδησε από την πολυθρόνα.
Νυχοπατώντας, έφτασε έξω από το δωμάτιο του. Χτύπησε δειλά την πόρτα και περίμενε απάντηση. Δεν πήρε καμιά. Ξανά χτύπησε. Αυτή τη φορά πιο δυνατά. Πάλι, καμιά απάντηση. Έσφιξε τα χείλη της προσπαθώντας να συγκρατήσει την βρισιά που απειλούσε να δραπετεύσει απ’ αυτά και άνοιξε την πόρτα.
Τον βρήκε, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με τα ακουστικά στ’ αυτιά να ακούει μουσική στη διαπασών. Εκείνος τρόμαξε και πετάχτηκε πάνω.
«καλά ηλίθιο είσαι;» ξεστόμισε και η φωνή του ίσα που ακούστηκε, αφού το χτυποκάρδι του, είχε φτάσει τα ντεσιμπέλ των ακουστικών. «γιατί δεν χτυπάς πρώτα;»
«χτύπησα αλλά δεν άκουσες. Και πως ν’ ακούσεις δηλαδή…» είπε δείχνοντας τα ακουστικά, που πλέον ήταν κρεμασμένα στο χέρι του.
«α. καλά, τι θες;»
«το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο, άντε έλα σιγά σιγά.» είπε και γύρισε την πλάτης.
«δεν πεινάω.» απάντησε
«γιατί;»
«τι γιατί;» ανιτμίλησε αυτός.
«έλα τώρα, θα μου πεις τι έχεις ή θα στα βγάλω με το τσιγκέλι;» του χαμογέλασε.
«το θέατρο «η καλή αδελφή» δεν πιάνει σε μένα» έκανε εισαγωγικά στον αέρα με τα δάχτυλά του, όταν πρόφερε τις λέξεις, καλή αδελφή.
«κοίτα θα το πω μια φορά, γι’ αυτό άκου καλά και δώσε προσοχή. Είσαι αδελφός μου και σ’ αγαπώ. Ναι όπως τ’ άκουσες. Μπορεί να μου την δίνεις γιατί είσαι μούχλας και κολλημένος, αλλά είσαι αδελφός μου και όταν σε βλέπω σε τέτοια χάλια, κάτι που πρώτη φορά βλέπω, λογικό είναι να ανησυχώ. Και ξέρω ότι εσύ ποτέ δεν θα ανησυχούσες για μένα –είχε απόλυτο άδικο σ’ αυτό. Ο αδελφός της την ζωή του θα έδινε για κείνη. Κάτι που αυτή δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, αλλά και ούτε θα το έκανε ποτέ.
«είναι προφανές ότι κάτι σου συμβαίνει» συνέχισε «αλλιώς δεν θα έφευγες τόσο νωρίς από την δουλειά και δεν θα είχες την μούρη σου κατεβασμένη, να φτάνει μέχρι το πάτωμα.
«χάλασε μια μηχανή και δεν μπορούσαν να την φτιάξουν σήμερα και γι’ αυτό φύγαμε νωρίς και είμαι έτσι γιατί τσαντίστηκα μ’ ένα μαλάκα στη δουλειά» είπε ψέματα «ευχαριστημένη τώρα;»
«καλώς!» σήκωσε το ένα της φρύδι, γεμάτη καχυποψία και καθόλου πεπεισμένη με την δικαιολογία του.
Η αλήθεια ήταν πως, όντως είχε νευριάσει μ’ έναν συνάδελφό του. Αιτία; Η αδελφή του. Για μία ακόμα φορά, άκουγε από το στόμα ξένων, να βρίζουν και να χλευάζουν την οικογένειά του για την «τσούλα» που γέννησαν και μεγάλωσαν. Ήξερε πως είναι αλήθεια, αλλά δεν ανεχόταν κανείς να τον προσβάλλει. Όχι τόσο για την αδελφή του, αλλά για τους γονείς του.
Σιχαινόταν να γίνεται ο περίγελος και η συμπεριφορά της αδελφής του, δεν βοηθούσε σ’ αυτό.
Έτσι, όταν ένας συνάδελφός του, του πέταξε κατάμουτρα ότι η αδελφή του «παίρνετε με τον έναν και με τον άλλον στο τσάμπα και πως καλά θα ήταν να βγάλουν τιμοκατάλογο για τις υπηρεσίες της, μπας και κονομήσουν κι αυτοί κάτι» δεν κρατήθηκε άλλο και του όρμησε. Με τέτοια λύσσα, που τρεις άντρες που ήταν εκεί κοντά εκείνη την στιγμή, με το ζόρι τον κρατούσα. Αφού πρόλαβε και έριξε μερικές, ξεγυρισμένες ξεθύμανε λίγο. Ο προϊστάμενος που είδε την όλη σκηνή, τους είπε ότι αύριο θα έπρεπε και οι δυο να περάσουν από τον διευθυντή και από εκεί αν αυτός έκρινε απαραίτητο στο λογιστήριο.
Από κείνη την στιγμή ήτανε να σκάσει ο Παύλος. Πάντα υπόδειγμα καλού υπαλλήλου, τώρα να κινδυνεύει να χάσει την δουλειά του. Αλλά τι να κάνει κι αυτός, άνθρωπος είναι. Δεν άντεχε άλλο να ακούει αυτές τις αισχρές προσβολές. Κι έτσι χίμηξε σαν ύαινα.
Το απόγευμα πέρασε σε βαθιά σιωπή. Σήμερα ούτε φωνές, ούτε βρισίδια. Ο κυρ Σωτήρης και η κυρά του η Σταματία, οι γονείς της Μαρίτσας και του Παύλου, πέρασαν το μεσημέρι τους ξαπλωμένοι και το απόγευμα τον κήπο, φυτεύοντας.
Ο Παύλος, φυσώντας και ξεφυσώντας, ήταν ξαπλωμένος, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει η αδελφή του το μεσημέρι που τον φώναξε για φαγητό, στο κρεβάτι του. Και η Μαρίτσα άκουγε μουσική στο δωμάτιό της.
Στο μυαλό της, δεν σταμάτησε να τριγυρίζουν οι εικόνες από το αλλόκοτο όνειρό της. Προσπαθούσε να δώσει νόημα σε κάθε τι που θυμόταν από αυτό. Το σκοτεινό, ασφυκτικά μικρό δωματιάκι, που αποδείχτηκε τελικά πως ήταν ασανσέρ, ήταν σίγουρα η προσωπική της φυλακή. Αυτός ο άντρας όμως ποιος ήταν; Τι ήθελε και γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά;
Ίσως ήταν αυτός που θα τη έβγαζε από την φυλακή της. Αν όμως στο όνειρό της έφυγε, δεν θα το έκανε και στην πραγματικότητα; Μήπως έπρεπε αυτή να πάει να τον βρει; Αλλά που; Δεν μπορούσε να πάρει τους δρόμους ψάχνοντας να βρει στο πρόσωπο κάποιου, την σκιά του μυστηριώδη άντρα. Ήθελε τόσο πολύ να τον βρει, που δεν μπορούσε να αντιληφθεί το πραγματικό νόημα, όλων αυτών που είχε δει. Και ίσως ποτέ να μην το κατάφερνε.
Ίσως έπρεπε αυτή να δράσει. Εξάλλου, εκείνη ήταν που βγήκε από το ασανσέρ. Δεν την τράβηξε κανείς. Δεν την οδήγησε αυτός.
Αυτό ήταν! Μόνη της έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα για να συναντήσει την μοίρα της, που περίμενε υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία να περάσει ακάλεστη το κατώφλι της ζωής της.
Τόσο καιρό, δεν είχε σκεφτεί, ότι θα έπρεπε η ίδια να κάνει την αρχή για να βρει αυτόν που θα αλλάξει την ζωή της. «Αφού δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ» συλλογίστηκε.
«αυτό είναι!» είπε και ανακάθισε στο κρεβάτι της. Παίρνοντας στην αγκαλιά της ένα μαξιλάρι και απλώνοντας το χέρι της, στο κομοδίνο, έπιασε το κινητό της και σχημάτισε έναν αριθμό. Τώρα έπαιρνε την ζωή της, στα χέρια της. Θα έκανε την αρχή. Την αρχή για μια καινούρια, καλύτερη και λιγότερο μίζερη ρουτινιάρικη ζωή.
Δεν ερμήνευσε, όμως σωστά τα σημάδια… και μάλιστα ένα από αυτά, το κυριότερο, ούτε καν το πλησίασε. Το φως. Εκείνο το εκτυφλωτικό, γεμάτο ζωντάνια φως, που δεν την άφηνε να δει εκείνο τον άντρα, εκείνη την σκοτεινή φιγούρα, που τόσο λαχταρούσε να δει, ήταν και το πιο ζωτικής σημασίας σημάδι, στο στραγγισμένο από ζωή όνειρό της.
Όταν θα το συνειδητοποιούσε, θα ήταν πλέον αργά. Παρ’ όλα αυτά, με την άγνοια να έχει θολώσει το μυαλό της, πάτησε το πλήκτρο για κλήση.
Στην άλλη άκρη της γραμμής, μια ψιλή, αλλά μια φωνή, που ακόμα και μετά απ’ όλα όσα είχε περάσει, ήταν γεμάτη ζωντάνια, απάντησε:
«Ναι;»
Συνεχίζεται...(ελπίζω...)
Kajol- V.I.P. Member
- Αριθμός μηνυμάτων : 6093
Ηλικία : 33
Ημερομηνία εγγραφής : 02/09/2010
Τόπος : Forks
Απ: Untitled...
Einai ka-ta-plh-kti-ko :wow:
Arghsa ligo alla telika to diavasa kai ekana poly kala :yes:
Prepei opwsdhpote na to synexiseis :bravo:
A, kai sygnwmh gia ta greeklish alla eimai e3wteriko kai den exw ellhniko plhktrologio
Arghsa ligo alla telika to diavasa kai ekana poly kala :yes:
Prepei opwsdhpote na to synexiseis :bravo:
A, kai sygnwmh gia ta greeklish alla eimai e3wteriko kai den exw ellhniko plhktrologio
Mary Alice Brandon- Obsessed Fan
- Αριθμός μηνυμάτων : 316
Ηλικία : 26
Ημερομηνία εγγραφής : 11/06/2011
Τόπος : Shell Cottage
Απ: Untitled...
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι ότι το παράτησα γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να το συνεχίσω.
Kajol- V.I.P. Member
- Αριθμός μηνυμάτων : 6093
Ηλικία : 33
Ημερομηνία εγγραφής : 02/09/2010
Τόπος : Forks
Απ: Untitled...
γιατι οχι; ειναι ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ!
zan- Fan
- Αριθμός μηνυμάτων : 138
Ηλικία : 52
Ημερομηνία εγγραφής : 19/01/2012
Τόπος : Σέρρες
Απ: Untitled...
Δεν έχω και πολύ πίστη στον εαυτό μου και φοβάμαι να συνεχίσω.
Όχι ότι περιμένω κάτι, απλά δεν θέλω να γελοιοποιηθώ.
Όχι ότι περιμένω κάτι, απλά δεν θέλω να γελοιοποιηθώ.
Kajol- V.I.P. Member
- Αριθμός μηνυμάτων : 6093
Ηλικία : 33
Ημερομηνία εγγραφής : 02/09/2010
Τόπος : Forks
Απ: Untitled...
Μα γιατι να γελιοπιθις καλε ειναι ΤΕΛΙΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕ!
maria99cool- Fangirl Forever
- Αριθμός μηνυμάτων : 4850
Ηλικία : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 25/01/2012
Τόπος : Under the moonlight lost im my mind lisening to music..!
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:21 από DeathView*
» Gotham
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:17 από DeathView*
» New Girl
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» Suits
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» La casa de papel
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:49 από DeathView*
» THE ROOKIE
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:42 από DeathView*
» …ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (GIA PANTA) (2020)
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:51 από DeathView*
» The Magicians
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:43 από DeathView*
» ShadowHunters
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:42 από DeathView*
» BODYGUARD
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:39 από DeathView*