Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
210 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 210 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
[ Δες όλη τη λίστα ]
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 545, στις Πεμ 01 Ιαν 2015, 15:59
Σύνδεση
Life sucks, then you die…
Σελίδα 1 από 1
Life sucks, then you die…
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ… ΤΣΟΥΠ! ΓΙΝΕΣΑΙ ΕΦΗΒΟΣ! - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Και ξαφνικά… είμαι 15. Ούτε που το έχω αντιληφθεί. Το σώμα μου αλλάζει. Αυτό, τουλάχιστον καταλαβαίνει ότι μεγαλώνω.
Φρίκη η εφηβεία, φρίκη! Ειδικά για εμένα. Συνέχεια πρέπει να θυμάμαι ότι μεγαλώνω, ότι έχω ευθύνη να φροντίζω τον Μπίλι, ώρα ειδικά που είμαστε μόνοι μας.
Παράλειψή μου. Ξέχασα να συστηθώ. Λέγομαι Τζέικομπ Μπλακ. Ένας 15χρονος έφηβος, που μένει με τον πατέρα του, μετά τον θάνατο της μητέρας του και την απομάκρυνση των αδελφών του από το σπίτι για σπουδές. Συνηθισμένο; Καθόλου. Αξιοθρήνητο θα έλεγα.
Η μητέρα μου σκοτώθηκε όταν ήμουν 11, ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Την θυμάμαι αρκετά. Θυμάμαι τα τραγούδια που μου έλεγε για να κοιμηθώ, τα μαλλιά της, στο χρώμα του εβένου. Η Ρεμπέκα, η πρώτη μου αδελφή, λέει ότι της μοιάζω. Μπα, καμιά σχέση. Εκείνη της μοιάζει περισσότερο…
Νιώθω να αλλάζω. Γίνομαι όλο και πιο ευάλωτος, όλο και πιο συναισθηματικός. Γιατί πρέπει να αλλάξω τόσο; Καταραμένη φύση, που να πάρει!
Μέχρι που είδα εκείνη. Την Μπέλλα. Και όλα άλλαξαν. Όχι προς το καλύτερο, όπως θα νομίζατε. Προς το χειρότερο. Η Μπέλλα είναι ερωτευμένη με έναν βρικόλακα, τον Έντουαρντ Κάλεν, στον οποίο δεν ξέρω τι βρίσκει.
Η Μπέλλα ήρθε στο Φορκς, μετά τον γάμο της μητέρας της. Μένει με τον πατέρα της, τον Τσάρλι, ο οποίος είναι στενός φίλος του πατέρα μου.
Στην αρχή μου αρκούσε αυτό. Η φιλία της. Όταν όμως, στα 17, ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα, δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία, όμως αυτό μπορούσε να αλλάξει. Ή μπορεί και όχι…
1.ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΧΤΥΠΑΕΙ…
Ήμουν στο γκαράζ από το πρωί, προσπαθώντας να συναρμολογήσω το Ράμπιτ. Καθώς δούλευα, σκεφτόμουν εκείνη. Η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν στον ανοιξιάτικο χορό του σχολείου της, κάτω από την επιτήρηση του. Ένιωθα ότι δεν με ήθελε εδώ. Αλλά, δεν έδωσα σημασία.
Καθώς δούλευα, απορροφημένος στις σκέψεις μου, άκουσα τον βόμβο μιας πολύ γνωστής μηχανής. Βγήκα έξω, περίεργος. Και ξαφνικά, η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ήταν εκείνη. Πήγα κοντά της, μη μπορώντας να κρύψω τη χαρά μου.
Ξαφνικά, διέκρινα δύο σκουριασμένα μηχανάκια στην καρότσα του φορτηγού. Η Μπέλλα χαμογελούσε πλατιά.
«Μπορείς να τα κάνεις να δουλέψουν; Θα σε πληρώσω, βέβαια.»
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι, δεν το δέχομαι αυτό» είπα.
«Ωραία, τότε θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα τα κάνεις να δουλέψουν και θα κρατήσεις όποιο από τα δύο θέλεις. Συν το ότι χρειάζομαι μερικά μαθήματα…»
Πήραμε τα μηχανάκια στο γκαράζ γρήγορα, από φόβο μην μας δει ο Μπίλι. Μόλις φτάσαμε στο γκαράζ, άρχισα να τα αποσυναρμολογώ. Εκείνη, κάθισε στο κάθισμα του Ράμπιτ και με παρακολουθούσε όση ώρα δούλευα. Μετά από κάμποση ώρα δουλειάς, άκουσα τα βήματα τεσσάρων πολύ γνωστών ποδιών να κατευθύνονται προς εδώ. Ο Κουίλ και ο Έμπρι.
Να πάρει! Σκέφτηκα.
«Γεια σου, Τζέικ» με χαιρέτησε χαρούμενα ο Κουίλ.
«Μπέλλα, οι φίλοι μου. Κουίλ Ατεάρα και Έμπρι Κόλ.»
«Χάρηκα.» είπε εκείνη, δίνοντας το χέρι της.
«Κι εμείς!» είπαν ταυτόχρονα κι οι δυο σαν χορωδία.
Μετά από μισή ώρα, η Μπέλλα έπρεπε να φύγει. Έτσι, βρήκα την ευκαιρία να τους τα ψάλλω.
«Υπάρχουν και τα κινητά, ξέρετε…» είπα ξινισμένα.
«Σου κάναμε χαλάστρα; Συγνώμη, κύριε Μπλακ, δεν θα ξαναγίνει.» είπε ο Κουίλ. Σχεδόν ταυτόχρονα, σκάσαμε και οι τρείς στα γέλια.
«Έλα! Πέεεες μας! Τι παίζει με την μικρή Σουάν;» άρχισε ο Έμπρι.
«Τίποτα!» είπα. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι.
«Σίγουρα;»
«Ναι!»
«Χα! Είπες ναι!»
«Δεν κατάλαβα! Θα σου δώσω λογαριασμό, κύριε Κόλ;»
Είχα κοκκινίσει. Τα χέρια μου έτρεμαν.
«Πλάκα κάνω, κολλητέ. Αλλά για να αρπάζεσαι, πάει να πει ότι σε ενδιαφέρει…» είπε ο Έμπρι, με πονηρό ύφος.
«Ε, καλά… Μπορεί…» παραδέχτηκα.
Κανείς δεν ήξερε το μυστικό μου. Αν και ήμουν σίγουρος ότι εκείνη το είχε μαντέψει. Δεν μπορούσα να το παραδεχτώ ούτε στον Έμπρι. Σε κανέναν. Φοβόμουν. Ναι, φοβόμουν την απόρριψη. Αν και ήμουν ακόμα μικρός, ήξερα ότι μπορεί κι εκείνη να με αγαπούσε. Έστω και λίγο. Και αυτό το λίγο μου έφτανε. Για την ώρα…
____________________
σχολια εδω
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Και ξαφνικά… είμαι 15. Ούτε που το έχω αντιληφθεί. Το σώμα μου αλλάζει. Αυτό, τουλάχιστον καταλαβαίνει ότι μεγαλώνω.
Φρίκη η εφηβεία, φρίκη! Ειδικά για εμένα. Συνέχεια πρέπει να θυμάμαι ότι μεγαλώνω, ότι έχω ευθύνη να φροντίζω τον Μπίλι, ώρα ειδικά που είμαστε μόνοι μας.
Παράλειψή μου. Ξέχασα να συστηθώ. Λέγομαι Τζέικομπ Μπλακ. Ένας 15χρονος έφηβος, που μένει με τον πατέρα του, μετά τον θάνατο της μητέρας του και την απομάκρυνση των αδελφών του από το σπίτι για σπουδές. Συνηθισμένο; Καθόλου. Αξιοθρήνητο θα έλεγα.
Η μητέρα μου σκοτώθηκε όταν ήμουν 11, ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Την θυμάμαι αρκετά. Θυμάμαι τα τραγούδια που μου έλεγε για να κοιμηθώ, τα μαλλιά της, στο χρώμα του εβένου. Η Ρεμπέκα, η πρώτη μου αδελφή, λέει ότι της μοιάζω. Μπα, καμιά σχέση. Εκείνη της μοιάζει περισσότερο…
Νιώθω να αλλάζω. Γίνομαι όλο και πιο ευάλωτος, όλο και πιο συναισθηματικός. Γιατί πρέπει να αλλάξω τόσο; Καταραμένη φύση, που να πάρει!
Μέχρι που είδα εκείνη. Την Μπέλλα. Και όλα άλλαξαν. Όχι προς το καλύτερο, όπως θα νομίζατε. Προς το χειρότερο. Η Μπέλλα είναι ερωτευμένη με έναν βρικόλακα, τον Έντουαρντ Κάλεν, στον οποίο δεν ξέρω τι βρίσκει.
Η Μπέλλα ήρθε στο Φορκς, μετά τον γάμο της μητέρας της. Μένει με τον πατέρα της, τον Τσάρλι, ο οποίος είναι στενός φίλος του πατέρα μου.
Στην αρχή μου αρκούσε αυτό. Η φιλία της. Όταν όμως, στα 17, ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα, δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία, όμως αυτό μπορούσε να αλλάξει. Ή μπορεί και όχι…
1.ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΧΤΥΠΑΕΙ…
Ήμουν στο γκαράζ από το πρωί, προσπαθώντας να συναρμολογήσω το Ράμπιτ. Καθώς δούλευα, σκεφτόμουν εκείνη. Η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν στον ανοιξιάτικο χορό του σχολείου της, κάτω από την επιτήρηση του. Ένιωθα ότι δεν με ήθελε εδώ. Αλλά, δεν έδωσα σημασία.
Καθώς δούλευα, απορροφημένος στις σκέψεις μου, άκουσα τον βόμβο μιας πολύ γνωστής μηχανής. Βγήκα έξω, περίεργος. Και ξαφνικά, η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ήταν εκείνη. Πήγα κοντά της, μη μπορώντας να κρύψω τη χαρά μου.
Ξαφνικά, διέκρινα δύο σκουριασμένα μηχανάκια στην καρότσα του φορτηγού. Η Μπέλλα χαμογελούσε πλατιά.
«Μπορείς να τα κάνεις να δουλέψουν; Θα σε πληρώσω, βέβαια.»
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι, δεν το δέχομαι αυτό» είπα.
«Ωραία, τότε θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα τα κάνεις να δουλέψουν και θα κρατήσεις όποιο από τα δύο θέλεις. Συν το ότι χρειάζομαι μερικά μαθήματα…»
Πήραμε τα μηχανάκια στο γκαράζ γρήγορα, από φόβο μην μας δει ο Μπίλι. Μόλις φτάσαμε στο γκαράζ, άρχισα να τα αποσυναρμολογώ. Εκείνη, κάθισε στο κάθισμα του Ράμπιτ και με παρακολουθούσε όση ώρα δούλευα. Μετά από κάμποση ώρα δουλειάς, άκουσα τα βήματα τεσσάρων πολύ γνωστών ποδιών να κατευθύνονται προς εδώ. Ο Κουίλ και ο Έμπρι.
Να πάρει! Σκέφτηκα.
«Γεια σου, Τζέικ» με χαιρέτησε χαρούμενα ο Κουίλ.
«Μπέλλα, οι φίλοι μου. Κουίλ Ατεάρα και Έμπρι Κόλ.»
«Χάρηκα.» είπε εκείνη, δίνοντας το χέρι της.
«Κι εμείς!» είπαν ταυτόχρονα κι οι δυο σαν χορωδία.
Μετά από μισή ώρα, η Μπέλλα έπρεπε να φύγει. Έτσι, βρήκα την ευκαιρία να τους τα ψάλλω.
«Υπάρχουν και τα κινητά, ξέρετε…» είπα ξινισμένα.
«Σου κάναμε χαλάστρα; Συγνώμη, κύριε Μπλακ, δεν θα ξαναγίνει.» είπε ο Κουίλ. Σχεδόν ταυτόχρονα, σκάσαμε και οι τρείς στα γέλια.
«Έλα! Πέεεες μας! Τι παίζει με την μικρή Σουάν;» άρχισε ο Έμπρι.
«Τίποτα!» είπα. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι.
«Σίγουρα;»
«Ναι!»
«Χα! Είπες ναι!»
«Δεν κατάλαβα! Θα σου δώσω λογαριασμό, κύριε Κόλ;»
Είχα κοκκινίσει. Τα χέρια μου έτρεμαν.
«Πλάκα κάνω, κολλητέ. Αλλά για να αρπάζεσαι, πάει να πει ότι σε ενδιαφέρει…» είπε ο Έμπρι, με πονηρό ύφος.
«Ε, καλά… Μπορεί…» παραδέχτηκα.
Κανείς δεν ήξερε το μυστικό μου. Αν και ήμουν σίγουρος ότι εκείνη το είχε μαντέψει. Δεν μπορούσα να το παραδεχτώ ούτε στον Έμπρι. Σε κανέναν. Φοβόμουν. Ναι, φοβόμουν την απόρριψη. Αν και ήμουν ακόμα μικρός, ήξερα ότι μπορεί κι εκείνη να με αγαπούσε. Έστω και λίγο. Και αυτό το λίγο μου έφτανε. Για την ώρα…
____________________
σχολια εδω
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Leah Clearwater στις Τρι 09 Αυγ 2011, 02:25, 1 φορά
Απ: Life sucks, then you die…
2.ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ; ΕΓΩ! ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΟΣΟ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ…
Η Μπέλλα περνούσε σχεδόν όλα της τα απογεύματα στο Λα Πους. Περνούσαμε υπέροχα και φαινόταν εκείνη να απολαμβάνει την παρέα μου.
Ο Έντουαρντ την είχε παρατήσει μόνη στο δάσος. Την είχε χωρίσει, επίσης. Ο Τσάρλι με παρακάλεσε να την βοηθήσω να επανέλθει. Μπορεί να συνέβαινε κάτι περισσότερο μεταξύ μας…
Σχεδόν είχα τελειώσει τα μηχανάκια. Η Μπέλλα μου είπε ότι είχα κάνει πρόοδο. Και μου πρόσθεσε 10 χρόνια για τις εκπληκτικές, μηχανικές μου γνώσεις. Είχαμε κανονίσει με την Μπέλλα να διαβάσουμε μαζί. Στο σπίτι της. Τουλάχιστον, είχα μια ευκαιρία.
Έφτασα στο Φορκς, στις επτά ακριβώς. Όπως είχαμε κανονίσει. Καθίσαμε στο σαλόνι, εκείνη προσπαθώντας να με συγκεντρώσει στα μαθηματικά, κι εγώ προσπαθώντας να την συγκεντρώσω στην ιστορία.
Μετά από δύο ώρες, και αφού είχαμε τελειώσει τα μαθήματά μας, η Μπέλλα κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα, για να ετοιμάσει το βραδινό. Προσφέρθηκα αμέσως να τη βοηθήσω. Εκείνη είπε ότι ήξερε τι έκανε, έτσι αρκέστηκα στο να δοκιμάσω τα λαζάνια της και να την επαινέσω.
«Σε παρακαλώ, θα έρθεις να μαγειρέψεις και στο δικό μου σπίτι;» την παρακάλεσα. «Ο Μπίλι δεν ξέρει να μαγειρεύει, κι εγώ δεν ξέρω να βράσω το αυγό. Λογικό, δεν νομίζεις;»
«Λογικότατο, Τζέικομπ, αν εξαιρέσεις το ότι με δύο αδελφές μέσα στο σπίτι θα έπρεπε να είχες μάθει τουλάχιστον τα βασικά!» απάντησε.
«Προσφέρεσαι να μου κάνεις μαθήματα;»
«Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε, έχω να ξεπληρώσω και τα μαθήματα μηχανής!»
Με κοίταξε καχύποπτα.
«Σοβαρά τώρα, θες να μάθεις να μαγειρεύεις;»
«Όχι, αλλά μπορώ να κάνω μια προσπάθεια, τουλάχιστον!»
Μετά, καθίσαμε να στον καναπέ, διαβάζοντας Σαίξπηρ. Εκείνη διάβαζε, ενώ εγώ άκουγα, με μερικές παρεμβολές που την εκνεύριζαν, κάνοντας σχόλια. Γιατί, πολύ απλά, ποτέ δεν κατάλαβα για το Ρωμαίος & Ιουλιέτα ήταν τόσο δημοφιλές.
Μετά από άλλο ένα κακεντρεχή σχόλιο για τον άστατο χαρακτήρα του Ρωμαίου, η Ιουλιέτα- η Μπέλλα, ήθελα να πω- σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ, φανερά νευριασμένη.
Ωχ! σκέφτηκα. Τι κάνουμε τώρα; Ηλίθιε! Τα κατέστρεψες όλα!
«Μπέλλα; Είσαι καλά;»
«Απαιτώ να φύγεις από το σπίτι μου, Τζέικομπ Μπλακ!»
«Γιατί; Σοβαρά τώρα, Μπέλλα, θες να φύγω;»
«Γιατί; Δε κατάλαβες το σφάλμα σου; Αποκαλείς τον αγαπημένο λογοτεχνικό μου ήρωα άστατο και περιμένεις να αντιδράσω ψύχραιμα;»
Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει. Εκείνη άρχισε να γελάει. Με πλησίασε και έβαλε το ένα της χέρι στο δεξί μου μάγουλο.
«Αστειευόμουν, Τζέικομπ! Θα μείνεις για φαγητό;»
Μετά από μια στιγμή σιωπής, τα πρόσωπά μας άρχισαν να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε με πάταγο και μπήκε ο Τσάρλι.
«Μπέλλα;»
«Εδώ είμαστε, μπαμπά.»
Ο Τσάρλι μπήκε στο δωμάτιο.
«Γεια σου, Τζέικ! Τι κάνεις, παιδί μου; Ψήλωσες!»
«Ε… Ναι…»
«Θα μείνεις για φαγητό;»
____________________
σχολια εδω
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Η Μπέλλα περνούσε σχεδόν όλα της τα απογεύματα στο Λα Πους. Περνούσαμε υπέροχα και φαινόταν εκείνη να απολαμβάνει την παρέα μου.
Ο Έντουαρντ την είχε παρατήσει μόνη στο δάσος. Την είχε χωρίσει, επίσης. Ο Τσάρλι με παρακάλεσε να την βοηθήσω να επανέλθει. Μπορεί να συνέβαινε κάτι περισσότερο μεταξύ μας…
Σχεδόν είχα τελειώσει τα μηχανάκια. Η Μπέλλα μου είπε ότι είχα κάνει πρόοδο. Και μου πρόσθεσε 10 χρόνια για τις εκπληκτικές, μηχανικές μου γνώσεις. Είχαμε κανονίσει με την Μπέλλα να διαβάσουμε μαζί. Στο σπίτι της. Τουλάχιστον, είχα μια ευκαιρία.
Έφτασα στο Φορκς, στις επτά ακριβώς. Όπως είχαμε κανονίσει. Καθίσαμε στο σαλόνι, εκείνη προσπαθώντας να με συγκεντρώσει στα μαθηματικά, κι εγώ προσπαθώντας να την συγκεντρώσω στην ιστορία.
Μετά από δύο ώρες, και αφού είχαμε τελειώσει τα μαθήματά μας, η Μπέλλα κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα, για να ετοιμάσει το βραδινό. Προσφέρθηκα αμέσως να τη βοηθήσω. Εκείνη είπε ότι ήξερε τι έκανε, έτσι αρκέστηκα στο να δοκιμάσω τα λαζάνια της και να την επαινέσω.
«Σε παρακαλώ, θα έρθεις να μαγειρέψεις και στο δικό μου σπίτι;» την παρακάλεσα. «Ο Μπίλι δεν ξέρει να μαγειρεύει, κι εγώ δεν ξέρω να βράσω το αυγό. Λογικό, δεν νομίζεις;»
«Λογικότατο, Τζέικομπ, αν εξαιρέσεις το ότι με δύο αδελφές μέσα στο σπίτι θα έπρεπε να είχες μάθει τουλάχιστον τα βασικά!» απάντησε.
«Προσφέρεσαι να μου κάνεις μαθήματα;»
«Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε, έχω να ξεπληρώσω και τα μαθήματα μηχανής!»
Με κοίταξε καχύποπτα.
«Σοβαρά τώρα, θες να μάθεις να μαγειρεύεις;»
«Όχι, αλλά μπορώ να κάνω μια προσπάθεια, τουλάχιστον!»
Μετά, καθίσαμε να στον καναπέ, διαβάζοντας Σαίξπηρ. Εκείνη διάβαζε, ενώ εγώ άκουγα, με μερικές παρεμβολές που την εκνεύριζαν, κάνοντας σχόλια. Γιατί, πολύ απλά, ποτέ δεν κατάλαβα για το Ρωμαίος & Ιουλιέτα ήταν τόσο δημοφιλές.
Μετά από άλλο ένα κακεντρεχή σχόλιο για τον άστατο χαρακτήρα του Ρωμαίου, η Ιουλιέτα- η Μπέλλα, ήθελα να πω- σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ, φανερά νευριασμένη.
Ωχ! σκέφτηκα. Τι κάνουμε τώρα; Ηλίθιε! Τα κατέστρεψες όλα!
«Μπέλλα; Είσαι καλά;»
«Απαιτώ να φύγεις από το σπίτι μου, Τζέικομπ Μπλακ!»
«Γιατί; Σοβαρά τώρα, Μπέλλα, θες να φύγω;»
«Γιατί; Δε κατάλαβες το σφάλμα σου; Αποκαλείς τον αγαπημένο λογοτεχνικό μου ήρωα άστατο και περιμένεις να αντιδράσω ψύχραιμα;»
Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει. Εκείνη άρχισε να γελάει. Με πλησίασε και έβαλε το ένα της χέρι στο δεξί μου μάγουλο.
«Αστειευόμουν, Τζέικομπ! Θα μείνεις για φαγητό;»
Μετά από μια στιγμή σιωπής, τα πρόσωπά μας άρχισαν να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε με πάταγο και μπήκε ο Τσάρλι.
«Μπέλλα;»
«Εδώ είμαστε, μπαμπά.»
Ο Τσάρλι μπήκε στο δωμάτιο.
«Γεια σου, Τζέικ! Τι κάνεις, παιδί μου; Ψήλωσες!»
«Ε… Ναι…»
«Θα μείνεις για φαγητό;»
____________________
σχολια εδω
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
3.ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΓΙΑ ΔΥΟ; ΔΕ ΝΟΜΙΖΩ…
Μετά από εκείνη τη νύχτα, ήμουν αισιόδοξος. Πολύ αισιόδοξος. Είχα αρχίσει να αλλάζω. Συναισθηματικά. Εκείνη δεν ήξερε τίποτα. Καλύτερα. Ήμουν πολύ μικρός για εκείνη. Μόλις είχα κλείσει τα 16, εκείνη ήταν 18. Καμιά μεγάλη διαφορά, θα πεις. Αλλά, ένιωθα ότι ήμουν ακόμα ανώριμος για να κάνω εκείνο το βήμα, που με βασάνιζε. Να της πω τι νιώθω. Αλλά, χίλιες φορές καλύτερα που δεν ήξερε τίποτα.
Όταν την έβλεπα, ένιωθα ένα δυνατό συναίσθημα, το πώς είναι να είσαι ερωτευμένος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, που νόμιζα ότι θα ξεπεταγόταν από το στήθος μου. Προσπαθούσα να μην της δείξω πως ένιωθα. Και μέχρι τώρα τα κατάφερνα καλά…
Όμως, εκτός από την Μπέλλα, είχα και άλλα που απασχολούσαν το μυαλό μου. Ο Έμπρι είχε εξαφανιστεί. Τα αγόρια στον καταυλισμό ήταν τρομοκρατημένα, από μια συμμορία. Την συμμορία του Σαμ Γιούλεϊ.
Το συζήτησα με την Μπέλλα. Η Μπέλλα είχε εκνευριστεί με τον Σαμ Γιούλεϊ. Με συμβούλευσε να μην φοβάμαι, γιατί πιθανόν δεν ήταν σοβαρή υπόθεση. Ξαφνικά, άλλαξε θέμα.
«Τζέικ, αναρωτιόμουν… Αν θα ήθελες να πάμε σινεμά…» άρχισε αόριστα η Μπέλλα.
«Μόνοι μας;» είπα, χωρίς να προσπαθώ να κρύψω την χαρά μου.
«Βασικά… όχι ακριβώς…» απάντησε αμήχανα. «Θα πάμε με την παρέα μου. Μπορείς επίσης να καλέσεις τον Κουίλ και τον Έμπρι…»
Σταμάτησε, μόλις είδε την έκφρασή μου.
«Για τον Έμπρι δεν είμαι σίγουρος…» απάντησα. «Έχει εξαφανιστεί. Ο Κουίλ μου είπε ότι τον είδε μαζί με την συμμορία του Σαμ.»
«Καταλαβαίνω… Τουλάχιστον, φέρε τον Κουίλ.» είπε, κελινοντας μου το μάτι. Αυτό μου έφτιαξε το κέφι.
«Μισό. Η έξοδος είναι αφορμή για να ξαναδείς τον Κουίλ;» είπα, σαρκαστικά.
«Εμμ… Ναι! Θα είμαστε μεγάλη παρέα. Πολλά κορίτσια!»
«Τελειόφοιτες. Ο Κουίλ θα τρελαθεί!»
«Υπόσχομαι να φέρω ποικιλία για να διαλέξει.»
Εκείνο το βράδυ, οδηγούσα περιχαρής το Ράμπιτ. Μόλις το είχα ολοκληρώσει. Είχαμε συμφωνήσει με την Μπέλλα να οδηγήσω εγώ σήμερα.
Όταν έφτασα στο σπίτι της, διέκρινα ένα μπλε, μεγάλο φορτηγό. Ο οδηγός του, που προφανώς ήταν συμμαθητής της, μόλις με είδε, ξίνισε τα μούτρα του. Τον αγνόησα επιδεικτικά.
Μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο, η Μπέλλα έτρεξε προς το μέρος μου για να με χαιρετήσει.
«Γεια σου, Τζέικ!» Κοίταξε γύρω μου.
«Που είναι ο Κουίλ;»
«Είναι τιμωρημένος επειδή έμπλεξε σε έναν καυγά στο σχολείο. Πάλι.»
«Κρίμα. Ούτε η παρέα μου μπορεί να έρθει. Μόνο ο Μάικ ήρθε.»
Ξαφνικά, χτύπησε το κούτελό της, σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Πρέπει να πάω μέσα για λίγο. Θα γράψω ένα σημείωμα στον Τσάρλι. Περίμενε εδώ.» είπε, καθώς έκανα ένα βήμα.
Κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο μου και τότε πρόσεξα ότι ο άλλος οδηγός είχε βγει από το αμάξι του. Με κοίταξε έντονα.
«Τρέχει κάτι με την Μπέλλα;» ρώτησε, κάπως θυμωμένα, μου φάνηκε.
«Και να τρέχει, εσένα τι σε νοιάζει;» του απάντησα στον ίδιο τόνο.
«Και, συνέχισα, προς πληροφόρησή σου, η Μπέλλα είναι απλώς φίλη μου»
Καθώς βγήκε η Μπέλλα, εμείς ταυτοχρόνως γυρίσαμε το βλέμμα μας αλλού.
«Είμαι έτοιμη. Πάμε;» ρώτησε η Μπέλλα.
Ξαφνικά, τα φρύδια της έσμιξαν. Ο Μάικ προσπαθούσε να την πείσει να πάμε με το δικό του αμάξι.
«Μάικ, θα πάμε με του Τζέικομπ. Του το έχω υποσχεθεί.» απάντησε η Μπέλλα στα επικριτικά του βλέμματα.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, με τη σκέψη μου στη φρικιαστική διαδρομή ως το Πόρτ Άτζελες, με τον Μάικ μέσα στο αυτοκίνητο…
______________
σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Μετά από εκείνη τη νύχτα, ήμουν αισιόδοξος. Πολύ αισιόδοξος. Είχα αρχίσει να αλλάζω. Συναισθηματικά. Εκείνη δεν ήξερε τίποτα. Καλύτερα. Ήμουν πολύ μικρός για εκείνη. Μόλις είχα κλείσει τα 16, εκείνη ήταν 18. Καμιά μεγάλη διαφορά, θα πεις. Αλλά, ένιωθα ότι ήμουν ακόμα ανώριμος για να κάνω εκείνο το βήμα, που με βασάνιζε. Να της πω τι νιώθω. Αλλά, χίλιες φορές καλύτερα που δεν ήξερε τίποτα.
Όταν την έβλεπα, ένιωθα ένα δυνατό συναίσθημα, το πώς είναι να είσαι ερωτευμένος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, που νόμιζα ότι θα ξεπεταγόταν από το στήθος μου. Προσπαθούσα να μην της δείξω πως ένιωθα. Και μέχρι τώρα τα κατάφερνα καλά…
Όμως, εκτός από την Μπέλλα, είχα και άλλα που απασχολούσαν το μυαλό μου. Ο Έμπρι είχε εξαφανιστεί. Τα αγόρια στον καταυλισμό ήταν τρομοκρατημένα, από μια συμμορία. Την συμμορία του Σαμ Γιούλεϊ.
Το συζήτησα με την Μπέλλα. Η Μπέλλα είχε εκνευριστεί με τον Σαμ Γιούλεϊ. Με συμβούλευσε να μην φοβάμαι, γιατί πιθανόν δεν ήταν σοβαρή υπόθεση. Ξαφνικά, άλλαξε θέμα.
«Τζέικ, αναρωτιόμουν… Αν θα ήθελες να πάμε σινεμά…» άρχισε αόριστα η Μπέλλα.
«Μόνοι μας;» είπα, χωρίς να προσπαθώ να κρύψω την χαρά μου.
«Βασικά… όχι ακριβώς…» απάντησε αμήχανα. «Θα πάμε με την παρέα μου. Μπορείς επίσης να καλέσεις τον Κουίλ και τον Έμπρι…»
Σταμάτησε, μόλις είδε την έκφρασή μου.
«Για τον Έμπρι δεν είμαι σίγουρος…» απάντησα. «Έχει εξαφανιστεί. Ο Κουίλ μου είπε ότι τον είδε μαζί με την συμμορία του Σαμ.»
«Καταλαβαίνω… Τουλάχιστον, φέρε τον Κουίλ.» είπε, κελινοντας μου το μάτι. Αυτό μου έφτιαξε το κέφι.
«Μισό. Η έξοδος είναι αφορμή για να ξαναδείς τον Κουίλ;» είπα, σαρκαστικά.
«Εμμ… Ναι! Θα είμαστε μεγάλη παρέα. Πολλά κορίτσια!»
«Τελειόφοιτες. Ο Κουίλ θα τρελαθεί!»
«Υπόσχομαι να φέρω ποικιλία για να διαλέξει.»
Εκείνο το βράδυ, οδηγούσα περιχαρής το Ράμπιτ. Μόλις το είχα ολοκληρώσει. Είχαμε συμφωνήσει με την Μπέλλα να οδηγήσω εγώ σήμερα.
Όταν έφτασα στο σπίτι της, διέκρινα ένα μπλε, μεγάλο φορτηγό. Ο οδηγός του, που προφανώς ήταν συμμαθητής της, μόλις με είδε, ξίνισε τα μούτρα του. Τον αγνόησα επιδεικτικά.
Μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο, η Μπέλλα έτρεξε προς το μέρος μου για να με χαιρετήσει.
«Γεια σου, Τζέικ!» Κοίταξε γύρω μου.
«Που είναι ο Κουίλ;»
«Είναι τιμωρημένος επειδή έμπλεξε σε έναν καυγά στο σχολείο. Πάλι.»
«Κρίμα. Ούτε η παρέα μου μπορεί να έρθει. Μόνο ο Μάικ ήρθε.»
Ξαφνικά, χτύπησε το κούτελό της, σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Πρέπει να πάω μέσα για λίγο. Θα γράψω ένα σημείωμα στον Τσάρλι. Περίμενε εδώ.» είπε, καθώς έκανα ένα βήμα.
Κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο μου και τότε πρόσεξα ότι ο άλλος οδηγός είχε βγει από το αμάξι του. Με κοίταξε έντονα.
«Τρέχει κάτι με την Μπέλλα;» ρώτησε, κάπως θυμωμένα, μου φάνηκε.
«Και να τρέχει, εσένα τι σε νοιάζει;» του απάντησα στον ίδιο τόνο.
«Και, συνέχισα, προς πληροφόρησή σου, η Μπέλλα είναι απλώς φίλη μου»
Καθώς βγήκε η Μπέλλα, εμείς ταυτοχρόνως γυρίσαμε το βλέμμα μας αλλού.
«Είμαι έτοιμη. Πάμε;» ρώτησε η Μπέλλα.
Ξαφνικά, τα φρύδια της έσμιξαν. Ο Μάικ προσπαθούσε να την πείσει να πάμε με το δικό του αμάξι.
«Μάικ, θα πάμε με του Τζέικομπ. Του το έχω υποσχεθεί.» απάντησε η Μπέλλα στα επικριτικά του βλέμματα.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, με τη σκέψη μου στη φρικιαστική διαδρομή ως το Πόρτ Άτζελες, με τον Μάικ μέσα στο αυτοκίνητο…
______________
σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
4.Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΒΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ… ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ, ΕΠΙΣΗΣ.
Μετά από μισή ώρα οδήγησης και σιωπής, φτάσαμε επιτέλους στο Πόρτ Άτζελες. Καθώς κατευθυνόμασταν στο σινεμά, ρώτησα τη Μπέλλα τι ταινία θα βλέπαμε.
«Ω, τίποτα σπουδαίο» απάντησε «Μια αιματοχυσία, μόνο.»
Καθώς περπατούσαμε, έμπλεξα τα δάχτυλά μου στα δικά της.
«Τζέικομπ…» είπε, καθώς κοιτούσε τα μπλεγμένα μας δάχτυλα, «έχουμε κοινό!» Κοίταξε προς την μεριά του Μάικ, ο οποίος μας κοιτούσε, νευριασμένος. Ξανά.
Καθώς μπαίναμε, εγώ έκανα πίσω.
«Δεν μπορώ να μπω σε αυτό το έργο. Δεν είμαι αρκετά μεγάλος» απάντησα στο ερωτηματικό της βλέμμα. Ο Μάικ είχε πάρει μια χαιρέκακη έκφραση. Πήγε να μιλήσει, αλλά η Μπέλλα του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Με κοροϊδεύεις; » είπε, κοιτώντας με από την κορφή μέχρι τα νύχια, εννοώντας το ύψος μου.
«Μπαα… Έχω την τάση να λέω την αλήθεια. Ακόμα και στον Μπίλι.»
Η Μπέλλα πήρε μια σκεπτική έκφραση.
«Χμμ… Τι του είπες, δηλαδή;»
«Ότι προσπαθείς να διαφθείρεις την νεανική μου αθωότητα.» είπα γελώντας.
«Κι εκείνος τι είπε;»
«Ότι μάλλον θα τα καταφέρεις!»
Μετά από αυτό, μπήκαμε στην αίθουσα προβολής. Καθώς η Μπέλλα κάθισε, εγώ και ο Μάικ πιάσαμε τις δύο καρέκλες δίπλα στη Μπέλλα. Καθώς άρχισε το έργο, διεκδικήσαμε τα μπράτσα της καρέκλας της και από τις δυο μεριές. Κάποια στιγμή κοίταξα την Μπέλλα. Ήταν φανερά νευριασμένη. Είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος της και κοιτούσε βλοσυρά και τους δυο μας, αναρωτώμενη πότε θα αφήσουμε ήσυχη την καρέκλα της. Ξαφνικά, ο Μάικ χλόμιασε. Το πρόσωπό του γέμισε ιδρώτα. Γούρλωσε τα μάτια, έβαλε το δεξί του χέρι στο στόμα του και έφυγε τρέχοντας, προς την τουαλέτα, πιθανόν. Η Μπέλλα, ανακουφισμένη που ο ένας τουλάχιστον παραιτήθηκε από το μπράτσο «της καρέκλας της», έπιασε το χέρι μου πάνω στο μπράτσο της καρέκλας. Έκανα πως δεν το πρόσεξα, αλλά δεν μπορούσα να μείνω και αδιάφορος.
Η ταινία ήταν χάλια. Φαινόταν πολύ ψεύτική, καθώς οι πίδακες αίματος ήταν δέκα μέτρα από το κόψιμο.
Λίγο πριν το τέλος της ταινίας, βγήκαμε από την αίθουσα, ψάχνοντας τον Μάικ. Προφανώς, πέρασε όλη του την ώρα ξερνώντας στην τουαλέτα. Καθίσαμε στις καρέκλες έξω, περιμένοντάς τον. Κοίταξα το πρόσωπο της. Ήταν μελαγχολικό. Ήθελα να μάθω τι συνέβαινε.
«Μπέλλα… Είσαι εντάξει;» ρώτησα διστακτικά.
«Δεν νομίζω…» είπε, καθώς τα μάτια της γέμισαν δάκρια.
«Πες μου τι συμβαίνει… Θα νιώσεις καλύτερα αν μιλήσεις σε κάποιον…» την προέτρεψα.
«Λοιπόν…» άρχισε «άκου.»
«Πέρσι, γνώρισα τον Έντουαρντ στο σχολείο. Κάθισα μαζί του την πρώτη μέρα. Δεν με πλησίαζε, επειδή δεν ήθελε να με σκοτώσει. Το αίμα μου μυρίζε ελκυστικά σε εκείνον.
»Μετά από κάποιες μέρες, ήμασταν μαζί. Όμως, ένας άλλος βρικόλακας, ο Τζέιμς, μύρισε το αίμα μου και με κυνήγησε.
Με ξεγέλασε και πήγα να τον βρω. Με δάγκωσε. Ο Έντουαρντ τον κατέστρεψε. Τώρα, το ταίρι του με κυνηγάει.
» Στα περασμένα μου γενέθλια, οι Κάλεν έκαναν ένα πάρτυ για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου. Καθώς πήγα να ανοίξω το δώρο του, κόπηκα από το χαρτί. Ο Τζάσπερ, ο αδελφός του Έντουαρντ, προσπάθησε να μου ορμήσει.
»Την επόμενη μέρα, πήγαμε μια βόλτα στο δάσος δίπλα από το σπίτι μου. Μου είπε ότι δεν ανήκω στον κόσμο του κι ότι… ότι φεύγει…
Και με παράτησε εκεί, μόνη. Τότε ήταν που με βρήκε ο Σαμ.»
Τα δάκρια της έτρεχαν ποτάμι τώρα. Την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την παρηγορήσω.
«Μπέλλα» είπα, κοιτώντας την στα μάτια « εγώ δεν θα σε παρατούσα ποτέ.»
Με κοίταξε στα μάτια. Τα χέρια της κλείδωσαν γύρω μου.
«Μείνε κοντά μου…» με παρακάλεσε, ακόμα κλαίγοντας.
«Θα μείνω» απάντησα, και την αγκάλιασα πιο σφιχτά.
Καθώς γυρνούσα σπίτι, ένιωσα ένα φοβερό μυρμήγκιασμα σε όλο μου το κορμί. Άρχισα να νιώθω μια αφόρητη ζέστη, σαν να καιγόμουν στον πυρετό. Σκέφτηκα ότι ήμουν άρρωστος. Πάτησα γκάζι, για να προωθήσω την διαδρομή.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, ο Μπίλι κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε, το πρόσωπό του ήταν ανήσυχο.
«Τζέικομπ; Αγόρι μου, είσαι καλά;» είπε, μόλις με είδε.
«Δεν θα το έλεγα ακριβώς ‘καλά’, μπαμπά. Νομίζω ότι έχω υψηλό πυρετό.» του απάντησα.
Ξαφνικά, τα πάντα άλλαξαν. Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Ένιωσα το δέρμα μου να σκίζεται, τα δόντια μου να γίνονται σαν λεπίδια, μια γούνα να φυτρώνει σε όλο μου το σώμα και κατά μήκος της πλάτης μου.
Κάτι καινούργιο, άγριο και τρομακτικό μου συνέβαινε. Η μεταμόρφωσή μου…
_______________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Μετά από μισή ώρα οδήγησης και σιωπής, φτάσαμε επιτέλους στο Πόρτ Άτζελες. Καθώς κατευθυνόμασταν στο σινεμά, ρώτησα τη Μπέλλα τι ταινία θα βλέπαμε.
«Ω, τίποτα σπουδαίο» απάντησε «Μια αιματοχυσία, μόνο.»
Καθώς περπατούσαμε, έμπλεξα τα δάχτυλά μου στα δικά της.
«Τζέικομπ…» είπε, καθώς κοιτούσε τα μπλεγμένα μας δάχτυλα, «έχουμε κοινό!» Κοίταξε προς την μεριά του Μάικ, ο οποίος μας κοιτούσε, νευριασμένος. Ξανά.
Καθώς μπαίναμε, εγώ έκανα πίσω.
«Δεν μπορώ να μπω σε αυτό το έργο. Δεν είμαι αρκετά μεγάλος» απάντησα στο ερωτηματικό της βλέμμα. Ο Μάικ είχε πάρει μια χαιρέκακη έκφραση. Πήγε να μιλήσει, αλλά η Μπέλλα του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Με κοροϊδεύεις; » είπε, κοιτώντας με από την κορφή μέχρι τα νύχια, εννοώντας το ύψος μου.
«Μπαα… Έχω την τάση να λέω την αλήθεια. Ακόμα και στον Μπίλι.»
Η Μπέλλα πήρε μια σκεπτική έκφραση.
«Χμμ… Τι του είπες, δηλαδή;»
«Ότι προσπαθείς να διαφθείρεις την νεανική μου αθωότητα.» είπα γελώντας.
«Κι εκείνος τι είπε;»
«Ότι μάλλον θα τα καταφέρεις!»
Μετά από αυτό, μπήκαμε στην αίθουσα προβολής. Καθώς η Μπέλλα κάθισε, εγώ και ο Μάικ πιάσαμε τις δύο καρέκλες δίπλα στη Μπέλλα. Καθώς άρχισε το έργο, διεκδικήσαμε τα μπράτσα της καρέκλας της και από τις δυο μεριές. Κάποια στιγμή κοίταξα την Μπέλλα. Ήταν φανερά νευριασμένη. Είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος της και κοιτούσε βλοσυρά και τους δυο μας, αναρωτώμενη πότε θα αφήσουμε ήσυχη την καρέκλα της. Ξαφνικά, ο Μάικ χλόμιασε. Το πρόσωπό του γέμισε ιδρώτα. Γούρλωσε τα μάτια, έβαλε το δεξί του χέρι στο στόμα του και έφυγε τρέχοντας, προς την τουαλέτα, πιθανόν. Η Μπέλλα, ανακουφισμένη που ο ένας τουλάχιστον παραιτήθηκε από το μπράτσο «της καρέκλας της», έπιασε το χέρι μου πάνω στο μπράτσο της καρέκλας. Έκανα πως δεν το πρόσεξα, αλλά δεν μπορούσα να μείνω και αδιάφορος.
Η ταινία ήταν χάλια. Φαινόταν πολύ ψεύτική, καθώς οι πίδακες αίματος ήταν δέκα μέτρα από το κόψιμο.
Λίγο πριν το τέλος της ταινίας, βγήκαμε από την αίθουσα, ψάχνοντας τον Μάικ. Προφανώς, πέρασε όλη του την ώρα ξερνώντας στην τουαλέτα. Καθίσαμε στις καρέκλες έξω, περιμένοντάς τον. Κοίταξα το πρόσωπο της. Ήταν μελαγχολικό. Ήθελα να μάθω τι συνέβαινε.
«Μπέλλα… Είσαι εντάξει;» ρώτησα διστακτικά.
«Δεν νομίζω…» είπε, καθώς τα μάτια της γέμισαν δάκρια.
«Πες μου τι συμβαίνει… Θα νιώσεις καλύτερα αν μιλήσεις σε κάποιον…» την προέτρεψα.
«Λοιπόν…» άρχισε «άκου.»
«Πέρσι, γνώρισα τον Έντουαρντ στο σχολείο. Κάθισα μαζί του την πρώτη μέρα. Δεν με πλησίαζε, επειδή δεν ήθελε να με σκοτώσει. Το αίμα μου μυρίζε ελκυστικά σε εκείνον.
»Μετά από κάποιες μέρες, ήμασταν μαζί. Όμως, ένας άλλος βρικόλακας, ο Τζέιμς, μύρισε το αίμα μου και με κυνήγησε.
Με ξεγέλασε και πήγα να τον βρω. Με δάγκωσε. Ο Έντουαρντ τον κατέστρεψε. Τώρα, το ταίρι του με κυνηγάει.
» Στα περασμένα μου γενέθλια, οι Κάλεν έκαναν ένα πάρτυ για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου. Καθώς πήγα να ανοίξω το δώρο του, κόπηκα από το χαρτί. Ο Τζάσπερ, ο αδελφός του Έντουαρντ, προσπάθησε να μου ορμήσει.
»Την επόμενη μέρα, πήγαμε μια βόλτα στο δάσος δίπλα από το σπίτι μου. Μου είπε ότι δεν ανήκω στον κόσμο του κι ότι… ότι φεύγει…
Και με παράτησε εκεί, μόνη. Τότε ήταν που με βρήκε ο Σαμ.»
Τα δάκρια της έτρεχαν ποτάμι τώρα. Την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την παρηγορήσω.
«Μπέλλα» είπα, κοιτώντας την στα μάτια « εγώ δεν θα σε παρατούσα ποτέ.»
Με κοίταξε στα μάτια. Τα χέρια της κλείδωσαν γύρω μου.
«Μείνε κοντά μου…» με παρακάλεσε, ακόμα κλαίγοντας.
«Θα μείνω» απάντησα, και την αγκάλιασα πιο σφιχτά.
Καθώς γυρνούσα σπίτι, ένιωσα ένα φοβερό μυρμήγκιασμα σε όλο μου το κορμί. Άρχισα να νιώθω μια αφόρητη ζέστη, σαν να καιγόμουν στον πυρετό. Σκέφτηκα ότι ήμουν άρρωστος. Πάτησα γκάζι, για να προωθήσω την διαδρομή.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, ο Μπίλι κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε, το πρόσωπό του ήταν ανήσυχο.
«Τζέικομπ; Αγόρι μου, είσαι καλά;» είπε, μόλις με είδε.
«Δεν θα το έλεγα ακριβώς ‘καλά’, μπαμπά. Νομίζω ότι έχω υψηλό πυρετό.» του απάντησα.
Ξαφνικά, τα πάντα άλλαξαν. Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Ένιωσα το δέρμα μου να σκίζεται, τα δόντια μου να γίνονται σαν λεπίδια, μια γούνα να φυτρώνει σε όλο μου το σώμα και κατά μήκος της πλάτης μου.
Κάτι καινούργιο, άγριο και τρομακτικό μου συνέβαινε. Η μεταμόρφωσή μου…
_______________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
5.ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΓΙΝΕ… ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΓΟΝΙΔΙΟ!
«Πατέρα, τι συμβαίνει;» ρώτησα έντρομος, πριν πάρω τη μορφή λύκου. Ο Μπίλι με έπιασε σφιχτά από τη μέση, συγκρατώντας με. Ένα τρομαχτικό γρύλισμα βγήκε από το στήθος μου. Ένα ουρλιαχτό ανέβηκε στο λαιμό μου.
«ΤΖΕΙΚΟΜΠ!!!» φώναξε ο Μπίλι, προσπαθώντας να με συγκρατήσει.
Ένιωσα την παρουσία ενός ακόμα ατόμου. Ο Σαμ Γιούλεϊ εισέβαλλε στο σαλόνι και με κράτησε σφιχτά. Άρχισα να γρυλίζω, όταν ένιωσα ένα δυνατό κόψιμο στα πλευρά μου. Ο Σαμ με είχε κρατήσει πολύ σφιχτά, με αποτέλεσμα τα πλευρά μου να σπάσουν. Όμως, μετά από λίγο, ο πόνος υποχώρησε.
Μετά από λίγη ώρα, η γούνα άρχισε να υποχωρεί, τα δόντια επίσης, και ήμουν πάλι κανονικός. Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν και λιποθύμησα.
Μόλις ξύπνησα, πρόσεξα ότι βρισκόμουν στο δωμάτιό μου. Ο Σαμ βρισκόταν από πάνω μου και με παρατηρούσε.
«Γιούλεϊ; Τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησα αγενέστατα. Μέγα λάθος.
Ο Σαμ ήθελε να βοηθήσει. Είχε περάσει το ίδιο με μένα.
«Τζέικομπ…» άρχισε «από πού να αρχίσω;»
«Άρχισε από χθες το βράδυ.» τον προέτρεψα.
«Τζέικομπ, είσαι… λυκάνθρωπος.»
Είπε την λέξη βεβιασμένα. Λυκάνθρωπος. Δεν πίστευα σε αυτά. Για αυτό δεν πίστευα ούτε τους θρύλους της φυλής. Νόμιζα ότι ήταν ανοησίες του Μπίλι.
«Πλάκα μου κάνεις» απάντησα.
«Όχι, δεν κάνω πλάκα, Μπλακ. Είμαστε λυκάνθρωποι. Δέχεσαι να μπεις στην αγέλη; Χρειάζεσαι εκπαίδευση, βέβαια…»
«Αγέλη; Εκπαίδευση; Ωραία, πως τελειώνει το ανέκδοτο;»
Ο Σαμ ήταν ανέκφραστος ακόμα. Προσπάθησε να με συνετίσει.
«Τζέικομπ, άκουσε με. Είμαστε λυκάνθρωποι. Οι Κάλεν ξύπνησαν αυτή μας την φύση πριν αιώνες, όταν ήρθαν εδώ.»
Τον πίστεψα. Μου φάνηκε ειλικρινής.
«Ο Πολ, ο Τζάρεντ και ο Έμπρι είχαν την ίδια αντίδραση, Τζέικ. Δεν με πίστευαν. Θα σε βοηθήσουμε. Όλοι μας. Δέχεσαι να γίνεις μέλος της αγέλης;» Το σκέφτηκα λίγο πριν απαντήσω. Και αν δεν ξανάβλεπα την Μπέλλα ποτέ; Αν της έκανα κακό;
«Δέχομαι» απάντησα τελικά.
«Τι θα κάνω με την Μπέλλα;» ρώτησα τον Έμπρι, στη πρώτη μου συνάντηση με την αγέλη.
«Πρέπει να της πεις την αλήθεια.» με συμβούλεψε ο Έμπρι. Κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια μου.
«Ανησυχείς μήπως την τρομάξεις;» ρώτησε γελώντας. «Μην ανησυχείς. Η Μπέλλα είναι συνηθισμένη στα τέρατα!»
Τον κοίταξα άγρια.
«Τώρα έχω την δυνατότητα να σε σκοτώσω, Κολ. Και θα το κάνω» το απείλησα.
Τα παιδιά της αγέλης ήταν φοβεροί. Όλοι. Ακόμα και ο Σαμ. Δεν ξέρω καν γιατί φοβόμουν στην αρχή.
Ο Πολ ήταν πολύ αστείος, αλλά θύμωνε συνέχεια και άλλαζε διαρκώς μορφές.
Ο Τζάρεντ είχε γίνει κολλητός του Έμπρι. Ήταν φοβερό δίδυμο. Με έκαναν να ξεκαρδίζομαι με τα στοιχήματά τους και τους ψεύτικους τσακωμούς τους.
Την επόμενη μέρα, συναντηθήκαμε πάλι για να με εκπαιδεύσουν. Αρχικά, έμαθα να αλλάζω μορφή. Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο, αλλά μετά τη δεύτερη φορά, τα κατάφερα. Και μάλιστα πολύ καλά.
Ο Έμπρι έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Κοίτα να δεις! Ο Μπλακ τα κατάφερε, και με την δεύτερη φορά, παρακαλώ!» επιδοκίμασε ο Πολ.
«Το γονίδιο, βλέπεις. Ξέρεις ποιος είναι ο παππούς του; Ο Έφρεμ Μπλακ, βεβαίως βεβαίως!» απάντησε ο Έμπρι, χαρούμενος βλέποντας τις αντιδράσεις των υπολοίπων.
Χαρούμενος με τον εαυτό μου, μεταμορφώθηκα ξανά, τρέχοντας μακριά με τα αδέρφια μου…
Την επόμενη μέρα, συναντηθήκαμε στο σπίτι μου για να συζητήσουμε.
«…πρέπει κρατήσεις το μυστικό, Τζέικομπ. Δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Σε κανέναν.»
«Ούτε στην Μπέλλα;» ρώτησα. Τα φρύδια του Σαμ έσμιξαν.
«Ειδικά στην Μπέλλα. Πρέπει να την προστατεύσεις, Τζέικομπ. Θες να πάθει κάτι κακό;»
Ο βόμβος της μηχανής του Σέβι της Μπέλλα με έκανε να πεταχτώ.
«Βγαίνω για λίγο…» είπα αόριστα, καθώς έβγαινα έξω τρέχοντας.
Έπρεπε να απομακρυνθώ από εκείνη. Για την προστασία της. Πήρα μια βαθιά ανάσα πριν χτυπήσω το παράθυρό της.
________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
«Πατέρα, τι συμβαίνει;» ρώτησα έντρομος, πριν πάρω τη μορφή λύκου. Ο Μπίλι με έπιασε σφιχτά από τη μέση, συγκρατώντας με. Ένα τρομαχτικό γρύλισμα βγήκε από το στήθος μου. Ένα ουρλιαχτό ανέβηκε στο λαιμό μου.
«ΤΖΕΙΚΟΜΠ!!!» φώναξε ο Μπίλι, προσπαθώντας να με συγκρατήσει.
Ένιωσα την παρουσία ενός ακόμα ατόμου. Ο Σαμ Γιούλεϊ εισέβαλλε στο σαλόνι και με κράτησε σφιχτά. Άρχισα να γρυλίζω, όταν ένιωσα ένα δυνατό κόψιμο στα πλευρά μου. Ο Σαμ με είχε κρατήσει πολύ σφιχτά, με αποτέλεσμα τα πλευρά μου να σπάσουν. Όμως, μετά από λίγο, ο πόνος υποχώρησε.
Μετά από λίγη ώρα, η γούνα άρχισε να υποχωρεί, τα δόντια επίσης, και ήμουν πάλι κανονικός. Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν και λιποθύμησα.
Μόλις ξύπνησα, πρόσεξα ότι βρισκόμουν στο δωμάτιό μου. Ο Σαμ βρισκόταν από πάνω μου και με παρατηρούσε.
«Γιούλεϊ; Τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησα αγενέστατα. Μέγα λάθος.
Ο Σαμ ήθελε να βοηθήσει. Είχε περάσει το ίδιο με μένα.
«Τζέικομπ…» άρχισε «από πού να αρχίσω;»
«Άρχισε από χθες το βράδυ.» τον προέτρεψα.
«Τζέικομπ, είσαι… λυκάνθρωπος.»
Είπε την λέξη βεβιασμένα. Λυκάνθρωπος. Δεν πίστευα σε αυτά. Για αυτό δεν πίστευα ούτε τους θρύλους της φυλής. Νόμιζα ότι ήταν ανοησίες του Μπίλι.
«Πλάκα μου κάνεις» απάντησα.
«Όχι, δεν κάνω πλάκα, Μπλακ. Είμαστε λυκάνθρωποι. Δέχεσαι να μπεις στην αγέλη; Χρειάζεσαι εκπαίδευση, βέβαια…»
«Αγέλη; Εκπαίδευση; Ωραία, πως τελειώνει το ανέκδοτο;»
Ο Σαμ ήταν ανέκφραστος ακόμα. Προσπάθησε να με συνετίσει.
«Τζέικομπ, άκουσε με. Είμαστε λυκάνθρωποι. Οι Κάλεν ξύπνησαν αυτή μας την φύση πριν αιώνες, όταν ήρθαν εδώ.»
Τον πίστεψα. Μου φάνηκε ειλικρινής.
«Ο Πολ, ο Τζάρεντ και ο Έμπρι είχαν την ίδια αντίδραση, Τζέικ. Δεν με πίστευαν. Θα σε βοηθήσουμε. Όλοι μας. Δέχεσαι να γίνεις μέλος της αγέλης;» Το σκέφτηκα λίγο πριν απαντήσω. Και αν δεν ξανάβλεπα την Μπέλλα ποτέ; Αν της έκανα κακό;
«Δέχομαι» απάντησα τελικά.
«Τι θα κάνω με την Μπέλλα;» ρώτησα τον Έμπρι, στη πρώτη μου συνάντηση με την αγέλη.
«Πρέπει να της πεις την αλήθεια.» με συμβούλεψε ο Έμπρι. Κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια μου.
«Ανησυχείς μήπως την τρομάξεις;» ρώτησε γελώντας. «Μην ανησυχείς. Η Μπέλλα είναι συνηθισμένη στα τέρατα!»
Τον κοίταξα άγρια.
«Τώρα έχω την δυνατότητα να σε σκοτώσω, Κολ. Και θα το κάνω» το απείλησα.
Τα παιδιά της αγέλης ήταν φοβεροί. Όλοι. Ακόμα και ο Σαμ. Δεν ξέρω καν γιατί φοβόμουν στην αρχή.
Ο Πολ ήταν πολύ αστείος, αλλά θύμωνε συνέχεια και άλλαζε διαρκώς μορφές.
Ο Τζάρεντ είχε γίνει κολλητός του Έμπρι. Ήταν φοβερό δίδυμο. Με έκαναν να ξεκαρδίζομαι με τα στοιχήματά τους και τους ψεύτικους τσακωμούς τους.
Την επόμενη μέρα, συναντηθήκαμε πάλι για να με εκπαιδεύσουν. Αρχικά, έμαθα να αλλάζω μορφή. Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο, αλλά μετά τη δεύτερη φορά, τα κατάφερα. Και μάλιστα πολύ καλά.
Ο Έμπρι έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Κοίτα να δεις! Ο Μπλακ τα κατάφερε, και με την δεύτερη φορά, παρακαλώ!» επιδοκίμασε ο Πολ.
«Το γονίδιο, βλέπεις. Ξέρεις ποιος είναι ο παππούς του; Ο Έφρεμ Μπλακ, βεβαίως βεβαίως!» απάντησε ο Έμπρι, χαρούμενος βλέποντας τις αντιδράσεις των υπολοίπων.
Χαρούμενος με τον εαυτό μου, μεταμορφώθηκα ξανά, τρέχοντας μακριά με τα αδέρφια μου…
Την επόμενη μέρα, συναντηθήκαμε στο σπίτι μου για να συζητήσουμε.
«…πρέπει κρατήσεις το μυστικό, Τζέικομπ. Δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Σε κανέναν.»
«Ούτε στην Μπέλλα;» ρώτησα. Τα φρύδια του Σαμ έσμιξαν.
«Ειδικά στην Μπέλλα. Πρέπει να την προστατεύσεις, Τζέικομπ. Θες να πάθει κάτι κακό;»
Ο βόμβος της μηχανής του Σέβι της Μπέλλα με έκανε να πεταχτώ.
«Βγαίνω για λίγο…» είπα αόριστα, καθώς έβγαινα έξω τρέχοντας.
Έπρεπε να απομακρυνθώ από εκείνη. Για την προστασία της. Πήρα μια βαθιά ανάσα πριν χτυπήσω το παράθυρό της.
________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
6. ΛΑΘΗ… ΔΙΚΑ ΜΟΥ… ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΟΡΘΩΣΩ ΚΑΠΟΤΕ…
«Μπέλλα; Τι κάνεις εσύ εδώ;» τη ρώτησα, με όσο πιο θυμωμένο τόνο μπορούσα. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Παρατηρούσε τα κομμένα μου μαλλιά, το ανεπτυγμένο μου σώμα. Τα μάτια της έγιναν σκληρά.
«Τζέικομπ, γιατί δεν απαντάς στα τηλεφωνήματά μου; Σου τηλεφώνησα τόσες φορές, σου άφησα εκατομμύρια μηνύματα και δεν πήρα ποτέ απάντηση.» Τα φρύδια της έσμιξαν.
«Μπέλλα, σε παρακαλώ, μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Μην ξαναέρθεις καν εδώ.» είπα, προσπαθώντας να την πείσω να μην ξανασχοληθεί μαζί μου.
«Γιατί; Πες μου τουλάχιστον μια αξιοπρεπή δικαιολογία, για να σε δικαιολογήσω, Τζέικομπ. Σε παρακαλώ.» είπε, με ένα ειρωνικό ύφος, που δεν είχα συνηθίσει στην Μπέλλα. Μετά από μια στιγμή σιωπής, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.
«Περιμένω…»
«Μπέλλα, απλώς κάνε ότι σου λέω, εντάξει;» Κοίταξε πίσω μου, κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω.
«Αυτός φταίει, έτσι;» φώναξε, δείχνοντας πίσω μου. Είδα τον Σαμ και την υπόλοιπη αγέλη να μας παρακολουθούν. «Ο Σαμ. Αυτός σου είπε να με αφήσεις!» είπε, και τα μάτια της βούρκωσαν.
Η ακατανίκητη επιθυμία μου να την αγκαλιάσω και να την παρηγορήσω πνίγηκε μέσα μου. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ τι ήμουν. Τότε θα ήταν χειρότερα.
«Τελειώσαμε, Μπέλλα.» είπα ανέκφραστος, καθώς δεν ήθελα να δείξω τον πόνο που ένιωθα. Καθώς γύρισα, άκουσα τον λυγμό που βγήκε από μέσα της.
«Πολύ καλά. Δεν πρόκειται να σε ξαναενοχλήσω, Τζέικομπ. Αντίο…» είπε, καθώς πήγαινε στο αμάξι της, για να γυρίσει σπίτι…
«Τζέικ; Κολλητέ, είσαι καλά;»
Ο Έμπρι χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου. Είδα το πρόσωπό του να προβάλει από την χαραμάδα της πόρτας.
«Δεν νομίζω ότι η λέξη ‘καλά’, περιγράφει την κατάστασή μου αυτή τη στιγμή…» είπα και η φωνή μου ράγισε.
Η Μπέλλα αποφάσισε να κάνει αυτό που της υπέδειξα. Δεν με ξαναενόχλησε. Εδώ και τρείς μέρες δεν μου είχε τηλεφωνήσει. Ήμουν χάλια. Σαν μια βαριάς μορφής κατάθλιψη. Ο Μπίλι είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ξαφνικά, τα λόγια του Έμπρι στη πρώτη συνάντηση της αγέλης με διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Πρέπει να της πεις την αλήθεια.» με συμβούλεψε ο Έμπρι. Κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια μου.
«Ανησυχείς μήπως την τρομάξεις;» ρώτησε γελώντας. «Μην ανησυχείς. Η Μπέλλα είναι συνηθισμένη στα τέρατα!»
«Αυτό θα κάνω!» είπα, καθώς σηκώθηκα με ένα σάλτο από το κρεβάτι. «Ευχαριστώ, Έμπρι!»
Ο Έμπρι με έπιασε από το μπράτσο.
«Περίμενε, Τζέικ!» μου φώναξε, καθώς με έπιασε από το μπράτσο.
« Με ευχαριστείς για ποιο πράγμα;»
«Για αυτό που μου είπες τις προάλλες…» του θύμισα. «Θα της πω την αλήθεια. Κι έχω μια ιδέα για αυτό. Θα με βοηθήσεις;» Ο Έμπρι κοίταξε το βλέμμα μου. Με κοίταξε σκεπτικός.
«Αυτό που θες να κάνεις δεν είναι νόμιμο, σωστά;» ρώτησε.
«Βασικά, αν με πιάσει ο Τσάρλι, θα με συλλάβει, στα σίγουρα!» είπα, καθώς βγαίναμε από το δωμάτιο.
«Πατέρα, βγαίνω!» είπα, καθώς έβγαινα.
«Μην αργήσεις, Τζέικομπ!» φώναξε ο Μπίλι, πριν βγω από την πόρτα, μαζί με τον Έμπρι…
«Πολ, θα μας βοηθήσεις;» τον ρώτησα, αφού του εξήγησα το σχέδιο μου.
«Μέσα είμαι! Όμως, θα χρειαστείς το αυτοκίνητό μου, έτσι;» ρώτησε ο Πολ.
«Ναι. Πολ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Ραντεβού έξω από το σπίτι μου, απόψε. Τα λέμε!» τον χαιρέτησα, καθώς φεύγαμε.
Βγήκα από το παράθυρο του δωματίου μου, ήσυχα, αφού περίμενα πρώτα να ακούσω το ροχαλητό του Μπίλι από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Τα παιδιά με περίμεναν απ’έξω.
«Γεια σου, Τζέικ!» με χαιρέτησαν.
«Τζάρεντ; Τι κάνεις εδώ;» ρώτησα, ρίχνοντας μια θυμωμένη ματιά στον Πολ. Ο Πολ με κοίταξε ένοχα.
«Μόνο στον Τζάρεντ είπα το σχέδιο, Τζέικ. Και ήθελε να βοηθήσει. Έτσι, τον πήραμε μαζί μας.»
Ξεφύσησα με ανακούφιση. Ο Έμπρι γύρισε προς εμένα.
«Σε κατάλαβε ο Μπίλι;» ρώτησε.
«Δεν νομίζω…» απάντησα «τον άκουσα να ροχαλίζει. Αλλά και σε περίπτωση που με κατάλαβε, άφησα ένα σημείωμα στο δωμάτιό μου.» απάντησα, κλείνοντάς τους το μάτι.
Μετά από λίγα λεπτά, φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι της Μπέλλα. Κατέβηκα από το αμάξι, ενώ το στομάχι μου το κατέτρωγαν εκατομμύρια πεταλούδες.
«Καλή τύχη, Τζέικ!» ψιθύρισε ο Τζάρεντ.
Πως θα σκαρφαλώσω στο παράθυρό της; Αναρωτήθηκα.
Ξαφνικά, κοίταξα το δέντρο δίπλα στο παράθυρό της. Σκαρφάλωσα πάνω του και μετατόπισα το βάρος μου προς τα μπρος. Το δέντρο άρχισε να παίρνει μια κλίση προς τα μπρος. Γαντζώθηκα στο περβάζι του παραθύρου της, όταν είδα ότι η Μπέλλα κρατούσε λίγη απόσταση από το παράθυρο, τρομαγμένη. Όταν συνειδητοποίησε ότι ήμουν εγώ, άνοιξε το παράθυρο. Πήρα φόρα και εισέβαλλα από το παράθυρο στο δωμάτιό της.
Της χαμογέλασα, καθώς με κοίταζε θυμωμένη.
«Καλησπέρα, Μπελς» της είπα με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς προετοιμαζόμουν να της πω την αλήθεια…
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
«Μπέλλα; Τι κάνεις εσύ εδώ;» τη ρώτησα, με όσο πιο θυμωμένο τόνο μπορούσα. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Παρατηρούσε τα κομμένα μου μαλλιά, το ανεπτυγμένο μου σώμα. Τα μάτια της έγιναν σκληρά.
«Τζέικομπ, γιατί δεν απαντάς στα τηλεφωνήματά μου; Σου τηλεφώνησα τόσες φορές, σου άφησα εκατομμύρια μηνύματα και δεν πήρα ποτέ απάντηση.» Τα φρύδια της έσμιξαν.
«Μπέλλα, σε παρακαλώ, μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Μην ξαναέρθεις καν εδώ.» είπα, προσπαθώντας να την πείσω να μην ξανασχοληθεί μαζί μου.
«Γιατί; Πες μου τουλάχιστον μια αξιοπρεπή δικαιολογία, για να σε δικαιολογήσω, Τζέικομπ. Σε παρακαλώ.» είπε, με ένα ειρωνικό ύφος, που δεν είχα συνηθίσει στην Μπέλλα. Μετά από μια στιγμή σιωπής, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.
«Περιμένω…»
«Μπέλλα, απλώς κάνε ότι σου λέω, εντάξει;» Κοίταξε πίσω μου, κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω.
«Αυτός φταίει, έτσι;» φώναξε, δείχνοντας πίσω μου. Είδα τον Σαμ και την υπόλοιπη αγέλη να μας παρακολουθούν. «Ο Σαμ. Αυτός σου είπε να με αφήσεις!» είπε, και τα μάτια της βούρκωσαν.
Η ακατανίκητη επιθυμία μου να την αγκαλιάσω και να την παρηγορήσω πνίγηκε μέσα μου. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ τι ήμουν. Τότε θα ήταν χειρότερα.
«Τελειώσαμε, Μπέλλα.» είπα ανέκφραστος, καθώς δεν ήθελα να δείξω τον πόνο που ένιωθα. Καθώς γύρισα, άκουσα τον λυγμό που βγήκε από μέσα της.
«Πολύ καλά. Δεν πρόκειται να σε ξαναενοχλήσω, Τζέικομπ. Αντίο…» είπε, καθώς πήγαινε στο αμάξι της, για να γυρίσει σπίτι…
«Τζέικ; Κολλητέ, είσαι καλά;»
Ο Έμπρι χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου. Είδα το πρόσωπό του να προβάλει από την χαραμάδα της πόρτας.
«Δεν νομίζω ότι η λέξη ‘καλά’, περιγράφει την κατάστασή μου αυτή τη στιγμή…» είπα και η φωνή μου ράγισε.
Η Μπέλλα αποφάσισε να κάνει αυτό που της υπέδειξα. Δεν με ξαναενόχλησε. Εδώ και τρείς μέρες δεν μου είχε τηλεφωνήσει. Ήμουν χάλια. Σαν μια βαριάς μορφής κατάθλιψη. Ο Μπίλι είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ξαφνικά, τα λόγια του Έμπρι στη πρώτη συνάντηση της αγέλης με διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Πρέπει να της πεις την αλήθεια.» με συμβούλεψε ο Έμπρι. Κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια μου.
«Ανησυχείς μήπως την τρομάξεις;» ρώτησε γελώντας. «Μην ανησυχείς. Η Μπέλλα είναι συνηθισμένη στα τέρατα!»
«Αυτό θα κάνω!» είπα, καθώς σηκώθηκα με ένα σάλτο από το κρεβάτι. «Ευχαριστώ, Έμπρι!»
Ο Έμπρι με έπιασε από το μπράτσο.
«Περίμενε, Τζέικ!» μου φώναξε, καθώς με έπιασε από το μπράτσο.
« Με ευχαριστείς για ποιο πράγμα;»
«Για αυτό που μου είπες τις προάλλες…» του θύμισα. «Θα της πω την αλήθεια. Κι έχω μια ιδέα για αυτό. Θα με βοηθήσεις;» Ο Έμπρι κοίταξε το βλέμμα μου. Με κοίταξε σκεπτικός.
«Αυτό που θες να κάνεις δεν είναι νόμιμο, σωστά;» ρώτησε.
«Βασικά, αν με πιάσει ο Τσάρλι, θα με συλλάβει, στα σίγουρα!» είπα, καθώς βγαίναμε από το δωμάτιο.
«Πατέρα, βγαίνω!» είπα, καθώς έβγαινα.
«Μην αργήσεις, Τζέικομπ!» φώναξε ο Μπίλι, πριν βγω από την πόρτα, μαζί με τον Έμπρι…
«Πολ, θα μας βοηθήσεις;» τον ρώτησα, αφού του εξήγησα το σχέδιο μου.
«Μέσα είμαι! Όμως, θα χρειαστείς το αυτοκίνητό μου, έτσι;» ρώτησε ο Πολ.
«Ναι. Πολ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Ραντεβού έξω από το σπίτι μου, απόψε. Τα λέμε!» τον χαιρέτησα, καθώς φεύγαμε.
Βγήκα από το παράθυρο του δωματίου μου, ήσυχα, αφού περίμενα πρώτα να ακούσω το ροχαλητό του Μπίλι από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Τα παιδιά με περίμεναν απ’έξω.
«Γεια σου, Τζέικ!» με χαιρέτησαν.
«Τζάρεντ; Τι κάνεις εδώ;» ρώτησα, ρίχνοντας μια θυμωμένη ματιά στον Πολ. Ο Πολ με κοίταξε ένοχα.
«Μόνο στον Τζάρεντ είπα το σχέδιο, Τζέικ. Και ήθελε να βοηθήσει. Έτσι, τον πήραμε μαζί μας.»
Ξεφύσησα με ανακούφιση. Ο Έμπρι γύρισε προς εμένα.
«Σε κατάλαβε ο Μπίλι;» ρώτησε.
«Δεν νομίζω…» απάντησα «τον άκουσα να ροχαλίζει. Αλλά και σε περίπτωση που με κατάλαβε, άφησα ένα σημείωμα στο δωμάτιό μου.» απάντησα, κλείνοντάς τους το μάτι.
Μετά από λίγα λεπτά, φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι της Μπέλλα. Κατέβηκα από το αμάξι, ενώ το στομάχι μου το κατέτρωγαν εκατομμύρια πεταλούδες.
«Καλή τύχη, Τζέικ!» ψιθύρισε ο Τζάρεντ.
Πως θα σκαρφαλώσω στο παράθυρό της; Αναρωτήθηκα.
Ξαφνικά, κοίταξα το δέντρο δίπλα στο παράθυρό της. Σκαρφάλωσα πάνω του και μετατόπισα το βάρος μου προς τα μπρος. Το δέντρο άρχισε να παίρνει μια κλίση προς τα μπρος. Γαντζώθηκα στο περβάζι του παραθύρου της, όταν είδα ότι η Μπέλλα κρατούσε λίγη απόσταση από το παράθυρο, τρομαγμένη. Όταν συνειδητοποίησε ότι ήμουν εγώ, άνοιξε το παράθυρο. Πήρα φόρα και εισέβαλλα από το παράθυρο στο δωμάτιό της.
Της χαμογέλασα, καθώς με κοίταζε θυμωμένη.
«Καλησπέρα, Μπελς» της είπα με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς προετοιμαζόμουν να της πω την αλήθεια…
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
7.ΕΙΜΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ… ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΛΗΓΩΝΑ ΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ…
«Τζέικομπ!» αναφώνησε πνιχτά, προσπαθώντας να μη ξυπνήσει τον Τσάρλι. « Τι γυρεύεις στο δωμάτιό μου;» Με κοίταξε θυμωμένα. «Ποιος είναι τώρα αυτός που δεν κράτησε το λόγο του;»
«Μπέλλα… Άσε με να σου εξηγήσω…» απολογήθηκα, προσπαθώντας να την πλησιάσω.
«Ούτε βήμα, Τζέικομπ Μπλακ! Περιμένω μια λογική εξήγηση…» είπε.
Και είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να την αφήσω χωρίς μια εξήγηση, τουλάχιστον. Πλησίασα ακόμα πιο κοντά. Άγγιξα το χέρι της, το οποίο έμεινε εκεί. Καλό σημάδι. Γέλασα αυτάρεσκα.
«Συγνώμη, Μπέλλα. Ειλικρινά…» προσπάθησα να πω. Η φωνή μου ράγισε. Πρόσεξα ότι το βλέμμα της μαλάκωσε.
Αυτή τη φορά, πλησίασε εκείνη. Έβαλε τοπ παγωμένο της χέρι στο μάγουλό μου. Καθώς με κοίταξε, δεν είχα άλλη επιλογή. Προσπάθησα να της πω την αλήθεια. Δηλαδή, την αλήθεια στα πλαίσια του λογικού. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει την ιδιαιτερότητα της φυλής μου, τον λόγο για τον οποίο δημιουργηθήκαμε. Έτσι, προσπάθησα να μείνω όσο ποιο κοντά στην αλήθεια μπορούσα.
«Λοιπόν;»
«Μπέλλα, μετά από αυτό, ίσως δεν θα θέλεις να με ξαναδείς…»
«Έλα, Τζέικομπ, μίλα καθαρά!» με προέτρεψε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσω.
«Λοιπόν…» άρχισα «θυμάσαι εκείνες τις ιστορίες που σου είχα πει στην παραλία;» τη ρώτησα, με την ελπίδα να τις θυμόταν ακόμα. Αν και, κατά πάσα πιθανότητα, θυμόταν μόνο τη δεύτερη ιστορία.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Μπέλλα, το ξέρω ότι θα το βρεις. Και μετά, θα με σιχαίνεσαι, το ξέρω. Τα είδα στα μάτια σου, όταν σου είπα ότι δεν θέλω να σε ξαναδώ.» Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, καθώς θυμήθηκε τι της είχα πει.
«Όταν το βρεις, έλα στον καταυλισμό. Αν δεν θες να με ξαναδείς, απλώς πάρε με τηλέφωνο. Θα καταλάβω.»
Στράφηκα προς το παράθυρο. Εκείνη έπιασε το μπράτσο μου, σταματώντας με.
«Υπάρχει και η πόρτα, ξέρεις.» είπε, δείχνοντάς μου την πόρτα. «Δεν είναι ανάγκη να σκοτωθείς, κάνοντας τη μαϊμού, Τζέικομπ!»
«Ο Τσάρλι;» ρώτησα, προσπαθώντας να την πείσω ότι το παράθυρο ήταν η καλύτερη λύση. «Θα τον ξυπνήσω.»
Με κοίταξε περιπαικτικά.
«Με δουλεύεις; Ούτε εγώ δεν περπατάω τόσο αθόρυβα!»
Την αγκάλιασα κι εκείνη με φίλησε στο μάγουλο πριν χωριστούμε και κατευθυνθώ προς την πόρτα.
Το επόμενο πρωί, καθώς ήμουν κουρασμένος από «την αποστολή συγχώρεσης» στο σπίτι της Μπέλλα, κοιμόμουν πολλές ώρες. Ήταν νωρίς και η Μπέλλα ερχόταν τέτοια ώρα εδώ. Σηκώθηκα γρήγορα, μήπως είχε ήδη έρθει.
Πήγα στην κουζίνα, καλημερίζοντας τον Μπίλι.
«Καλημέρα, μπαμπά.»
«Καλημέρα, Τζέικομπ.» Με κοίταξε κάπως θυμωμένα, σαν να ήξερε ότι εχθές το βράδυ είχα βγει.
«Τι έγινε με την Μπέλλα; Τα βρήκατε;»
«Μπαμπά!» ξεφώνισα, δήθεν θυμωμένος. «Ποιος σου το είπε;» τον ρώτησα θυμωμένα, έτοιμος να σκοτώσω τον προδότη αυτή τη στιγμή.
«Αλήθεια, Τζέικ, νομίζεις ότι είμαι χαζός; Η μητέρα του Έμπρι, φυσικά» είπε, καθώς ανασήκωσε τα φρύδια του. Ο Έμπρι ήταν ο προδότης, βέβαια. Έλεγε τα πάντα στην μητέρα του. Όχι ότι είχε και άλλη επιλογή. Κάθε βράδυ περνούσε από την Ιερά Εξέταση για να πάει για ύπνο.
Ξαφνικά, η φωνή της Μπέλλα και ένα γρύλισμα ήρθαν από το δωμάτιο μου.
«Τα λέμε αργότερα.» είπα, τρέχοντας για να μάθω τι συνέβαινε.
Η Μπέλλα ήταν εδώ, όπως είχα μαντέψει. Αλλά, ο Πολ είχε προφανώς θυμώσει ξανά. Πριν της κάνει κακό, πήδηξα από το παράθυρο και μεταμορφώθηκα το ίδιο δευτερόλεπτο. Του γρύλισα, αναγκάζοντάς τον να μείνει μακριά της.
Πολ, άσε τις ανοησίες σε παρακαλώ. Μεταμορφώσου ξανά. Δεν υπάρχει λόγος πανικού, σκέφτηκα για να καθησυχάσω τον Πολ.
Δεν φταίω εγώ! Η φίλη σου επιτέθηκε στον Σαμ.
Κοίταξα την Μπέλλα.
Ο Σαμ μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του. Εσύ τι είσαι; Προστάτης του ή σωματοφύλακάς του, τέλος πάντων;;! Φέρσου λογικά, σε παρακαλώ.
Ο Πολ κοίταξε τον Σαμ, πριν μου απαντήσει μέσα στο κεφάλι του.
Όχι! Τζέικομπ, δεν καταλαβαίνεις ότι η Μπέλλα είναι απειλή; Πρέπει να μείνει μακριά από την αγέλη!
Χωρίς να το καταλάβω, του όρμησα. Τον παρέσυρα μέσα στο δάσος και άρχισα να τον δαγκώνω. Μετά από λίγα λεπτά, ο Σαμ κατέφτασα πίσω μας.
Σταματήστε αμέσως!
Ο Σαμ προσπάθησε να μας χωρίσει.
Μεταμορφωθείτε αμέσως! Μας διέταξε με την φωνή του Άλφα. Δεν είχαμε παρά να εκτελέσουμε την διαταγή.
Κοίταξα τον Πολ θυμωμένα.
«Ηλίθιε!» του φώναξα «Πώς μπόρεσες; Κι αν της έκανες κακό;»
«Δεν πρόκειται να της έκανα κακό, Μπλακ! Δεν ήμουν τόσο θυμωμένος!»
Βγήκαμε από το δάσος. Εγώ συνέχισα να λογομαχώ με τον Πολ. Και αν η Μπέλλα πάθαινε κακό; Ποια η θέση μου απέναντι στον Τσάρλι, που μου την εμπιστεύτηκε;
Η Μπέλλα βρισκόταν στο σπίτι του Σαμ και της Έμιλι. Η Έμιλι ήταν η αρραβωνιαστικιά του Σαμ. Καθώς μπήκαμε μέσα, ο Έμπρι γύρισε προς τον Τζάρεντ.
«Δέκα δολάρια, παρακαλώ!»
Τους κοίταξα έξω φρενών τώρα.
«Δεν το πιστεύω πόσο αναίσθητοι είστε! Παραλίγο να σκοτωθούμε!»
Η Μπέλλα ήρθε κοντά μου, προσπαθώντας να με ηρεμήσει.
«Ηρέμησε, Τζέικ. Όλα είναι καλά. Είμαι μια χαρά.» είπε, καταλήγοντας στην απάντηση της ερώτησης που έκαιγε την άκρη της γλώσσας μου.
«Ανησύχησα πάρα πολύ» της είπα, καθώς την έπιανα από την μέση.
«Αυτό το κατάλαβα…» μου είπε γελώντας, καθώς με αγκάλιαζε από τους ώμους. Ξαφνικά, άκουσα γέλια να τραντάζουν την κουζίνα. Ο Έμπρι, ο Πολ κι ο Τζάρεντ είχαν πέσει κάτω από τα γέλια.
Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.
«Πολύ αστείο. Αν ήσασταν εσείς στη θέση μου, τι θα κάνατε;» τους ρώτησα. Στη φωνή μου, ο σαρκασμός έρρεε άφθονος.
«Μα εμείς δεν έχουμε κοπέλα!» είπαν ταυτόχρονα και οι τρεις και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
«Η Μπέλλα είναι απλώς φίλη.»
Ευτυχώς το φαγητό ετοιμάστηκε και ξεχάσαμε τους ανόητους τσακωμούς μας. Καθώς εμείς τρώγαμε, η Μπέλλα καθόταν με την Έμιλυ και μας παρατηρούσαν.
Στην Μπέλλα σίγουρα άρεσε το Λα Πους. Αλλά, νομίζω ότι περισσότερο ήθελε την παρέα μου. Η Μπέλλα ήταν πολύ μοναχική από τότε που την παράτησε εκείνη η βδέλλα, ο Έντουαρντ. Προσπαθώ να την κάνω να νιώσει καλύτερα και τα έχω καταφέρει θαυμάσια. Συνέχεια με παρομοιάζει με ήλιο που τρυπάει τα σύννεφα, αν και δεν ξέρω από πού βγάζει αυτό το συμπέρασμα…
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
«Τζέικομπ!» αναφώνησε πνιχτά, προσπαθώντας να μη ξυπνήσει τον Τσάρλι. « Τι γυρεύεις στο δωμάτιό μου;» Με κοίταξε θυμωμένα. «Ποιος είναι τώρα αυτός που δεν κράτησε το λόγο του;»
«Μπέλλα… Άσε με να σου εξηγήσω…» απολογήθηκα, προσπαθώντας να την πλησιάσω.
«Ούτε βήμα, Τζέικομπ Μπλακ! Περιμένω μια λογική εξήγηση…» είπε.
Και είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να την αφήσω χωρίς μια εξήγηση, τουλάχιστον. Πλησίασα ακόμα πιο κοντά. Άγγιξα το χέρι της, το οποίο έμεινε εκεί. Καλό σημάδι. Γέλασα αυτάρεσκα.
«Συγνώμη, Μπέλλα. Ειλικρινά…» προσπάθησα να πω. Η φωνή μου ράγισε. Πρόσεξα ότι το βλέμμα της μαλάκωσε.
Αυτή τη φορά, πλησίασε εκείνη. Έβαλε τοπ παγωμένο της χέρι στο μάγουλό μου. Καθώς με κοίταξε, δεν είχα άλλη επιλογή. Προσπάθησα να της πω την αλήθεια. Δηλαδή, την αλήθεια στα πλαίσια του λογικού. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει την ιδιαιτερότητα της φυλής μου, τον λόγο για τον οποίο δημιουργηθήκαμε. Έτσι, προσπάθησα να μείνω όσο ποιο κοντά στην αλήθεια μπορούσα.
«Λοιπόν;»
«Μπέλλα, μετά από αυτό, ίσως δεν θα θέλεις να με ξαναδείς…»
«Έλα, Τζέικομπ, μίλα καθαρά!» με προέτρεψε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσω.
«Λοιπόν…» άρχισα «θυμάσαι εκείνες τις ιστορίες που σου είχα πει στην παραλία;» τη ρώτησα, με την ελπίδα να τις θυμόταν ακόμα. Αν και, κατά πάσα πιθανότητα, θυμόταν μόνο τη δεύτερη ιστορία.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Μπέλλα, το ξέρω ότι θα το βρεις. Και μετά, θα με σιχαίνεσαι, το ξέρω. Τα είδα στα μάτια σου, όταν σου είπα ότι δεν θέλω να σε ξαναδώ.» Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, καθώς θυμήθηκε τι της είχα πει.
«Όταν το βρεις, έλα στον καταυλισμό. Αν δεν θες να με ξαναδείς, απλώς πάρε με τηλέφωνο. Θα καταλάβω.»
Στράφηκα προς το παράθυρο. Εκείνη έπιασε το μπράτσο μου, σταματώντας με.
«Υπάρχει και η πόρτα, ξέρεις.» είπε, δείχνοντάς μου την πόρτα. «Δεν είναι ανάγκη να σκοτωθείς, κάνοντας τη μαϊμού, Τζέικομπ!»
«Ο Τσάρλι;» ρώτησα, προσπαθώντας να την πείσω ότι το παράθυρο ήταν η καλύτερη λύση. «Θα τον ξυπνήσω.»
Με κοίταξε περιπαικτικά.
«Με δουλεύεις; Ούτε εγώ δεν περπατάω τόσο αθόρυβα!»
Την αγκάλιασα κι εκείνη με φίλησε στο μάγουλο πριν χωριστούμε και κατευθυνθώ προς την πόρτα.
Το επόμενο πρωί, καθώς ήμουν κουρασμένος από «την αποστολή συγχώρεσης» στο σπίτι της Μπέλλα, κοιμόμουν πολλές ώρες. Ήταν νωρίς και η Μπέλλα ερχόταν τέτοια ώρα εδώ. Σηκώθηκα γρήγορα, μήπως είχε ήδη έρθει.
Πήγα στην κουζίνα, καλημερίζοντας τον Μπίλι.
«Καλημέρα, μπαμπά.»
«Καλημέρα, Τζέικομπ.» Με κοίταξε κάπως θυμωμένα, σαν να ήξερε ότι εχθές το βράδυ είχα βγει.
«Τι έγινε με την Μπέλλα; Τα βρήκατε;»
«Μπαμπά!» ξεφώνισα, δήθεν θυμωμένος. «Ποιος σου το είπε;» τον ρώτησα θυμωμένα, έτοιμος να σκοτώσω τον προδότη αυτή τη στιγμή.
«Αλήθεια, Τζέικ, νομίζεις ότι είμαι χαζός; Η μητέρα του Έμπρι, φυσικά» είπε, καθώς ανασήκωσε τα φρύδια του. Ο Έμπρι ήταν ο προδότης, βέβαια. Έλεγε τα πάντα στην μητέρα του. Όχι ότι είχε και άλλη επιλογή. Κάθε βράδυ περνούσε από την Ιερά Εξέταση για να πάει για ύπνο.
Ξαφνικά, η φωνή της Μπέλλα και ένα γρύλισμα ήρθαν από το δωμάτιο μου.
«Τα λέμε αργότερα.» είπα, τρέχοντας για να μάθω τι συνέβαινε.
Η Μπέλλα ήταν εδώ, όπως είχα μαντέψει. Αλλά, ο Πολ είχε προφανώς θυμώσει ξανά. Πριν της κάνει κακό, πήδηξα από το παράθυρο και μεταμορφώθηκα το ίδιο δευτερόλεπτο. Του γρύλισα, αναγκάζοντάς τον να μείνει μακριά της.
Πολ, άσε τις ανοησίες σε παρακαλώ. Μεταμορφώσου ξανά. Δεν υπάρχει λόγος πανικού, σκέφτηκα για να καθησυχάσω τον Πολ.
Δεν φταίω εγώ! Η φίλη σου επιτέθηκε στον Σαμ.
Κοίταξα την Μπέλλα.
Ο Σαμ μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του. Εσύ τι είσαι; Προστάτης του ή σωματοφύλακάς του, τέλος πάντων;;! Φέρσου λογικά, σε παρακαλώ.
Ο Πολ κοίταξε τον Σαμ, πριν μου απαντήσει μέσα στο κεφάλι του.
Όχι! Τζέικομπ, δεν καταλαβαίνεις ότι η Μπέλλα είναι απειλή; Πρέπει να μείνει μακριά από την αγέλη!
Χωρίς να το καταλάβω, του όρμησα. Τον παρέσυρα μέσα στο δάσος και άρχισα να τον δαγκώνω. Μετά από λίγα λεπτά, ο Σαμ κατέφτασα πίσω μας.
Σταματήστε αμέσως!
Ο Σαμ προσπάθησε να μας χωρίσει.
Μεταμορφωθείτε αμέσως! Μας διέταξε με την φωνή του Άλφα. Δεν είχαμε παρά να εκτελέσουμε την διαταγή.
Κοίταξα τον Πολ θυμωμένα.
«Ηλίθιε!» του φώναξα «Πώς μπόρεσες; Κι αν της έκανες κακό;»
«Δεν πρόκειται να της έκανα κακό, Μπλακ! Δεν ήμουν τόσο θυμωμένος!»
Βγήκαμε από το δάσος. Εγώ συνέχισα να λογομαχώ με τον Πολ. Και αν η Μπέλλα πάθαινε κακό; Ποια η θέση μου απέναντι στον Τσάρλι, που μου την εμπιστεύτηκε;
Η Μπέλλα βρισκόταν στο σπίτι του Σαμ και της Έμιλι. Η Έμιλι ήταν η αρραβωνιαστικιά του Σαμ. Καθώς μπήκαμε μέσα, ο Έμπρι γύρισε προς τον Τζάρεντ.
«Δέκα δολάρια, παρακαλώ!»
Τους κοίταξα έξω φρενών τώρα.
«Δεν το πιστεύω πόσο αναίσθητοι είστε! Παραλίγο να σκοτωθούμε!»
Η Μπέλλα ήρθε κοντά μου, προσπαθώντας να με ηρεμήσει.
«Ηρέμησε, Τζέικ. Όλα είναι καλά. Είμαι μια χαρά.» είπε, καταλήγοντας στην απάντηση της ερώτησης που έκαιγε την άκρη της γλώσσας μου.
«Ανησύχησα πάρα πολύ» της είπα, καθώς την έπιανα από την μέση.
«Αυτό το κατάλαβα…» μου είπε γελώντας, καθώς με αγκάλιαζε από τους ώμους. Ξαφνικά, άκουσα γέλια να τραντάζουν την κουζίνα. Ο Έμπρι, ο Πολ κι ο Τζάρεντ είχαν πέσει κάτω από τα γέλια.
Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.
«Πολύ αστείο. Αν ήσασταν εσείς στη θέση μου, τι θα κάνατε;» τους ρώτησα. Στη φωνή μου, ο σαρκασμός έρρεε άφθονος.
«Μα εμείς δεν έχουμε κοπέλα!» είπαν ταυτόχρονα και οι τρεις και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
«Η Μπέλλα είναι απλώς φίλη.»
Ευτυχώς το φαγητό ετοιμάστηκε και ξεχάσαμε τους ανόητους τσακωμούς μας. Καθώς εμείς τρώγαμε, η Μπέλλα καθόταν με την Έμιλυ και μας παρατηρούσαν.
Στην Μπέλλα σίγουρα άρεσε το Λα Πους. Αλλά, νομίζω ότι περισσότερο ήθελε την παρέα μου. Η Μπέλλα ήταν πολύ μοναχική από τότε που την παράτησε εκείνη η βδέλλα, ο Έντουαρντ. Προσπαθώ να την κάνω να νιώσει καλύτερα και τα έχω καταφέρει θαυμάσια. Συνέχεια με παρομοιάζει με ήλιο που τρυπάει τα σύννεφα, αν και δεν ξέρω από πού βγάζει αυτό το συμπέρασμα…
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
8.ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΔΙΑΣΩΣΗΣ…ΜΕ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ… ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ…
Μετά από μια εβδομάδα, η Μπέλλα περνούσε σχεδόν όλη της την ημέρα στο Λα Πους. Όλοι αναρωτιόμασταν πότε σκόπευε να μετακομίσει. Την πρώτη φορά που την ρώτησα, μου απάντησε: «Σύντομα. Αλλά πρέπει να ρωτήσω τον Τσάρλι πρώτα!»
«Έχεις σκεφτεί την προοπτική να μετακομίσεις κρυφά; Προσφέρομαι να σε φιλοξενήσω. Το κρεβάτι μου είναι διαθέσιμο.» Με κοίταξε, κοκκινίζοντας.
«Εννοείται ότι εγώ θα κοιμηθώ στον καναπέ!» συμπλήρωσα. Γελάγαμε πολύ ώρα αργότερα για αυτό το συμβάν.
Την ημέρα που άρχιζαν οι ανοιξιάτικες διακοπές, η Μπέλλα είχε έρθει ως συνήθως μετά το σχολείο για να με δει. Όμως, δυστυχώς είχα περιπολία και έπρεπε να την αφήσω μόνη.
«Μπέλλα, πρέπει να περιπολούμε, ώστε η κοκκινομάλλα βδέλλα να μην σε πλησιάσει. Για αυτό μην κάνεις καμιά βλακεία, σε παρακαλώ. Μπορεί να είναι κοντά.» την προειδοποίησα, πριν γυρίσω για να μεταμορφωθώ. Το χέρι της έπιασε αυτόματα το μπράτσο μου- θα μας γινόταν συνήθεια αυτό, σίγουρα. Κοίταξα το βλέμμα της, σκεπτόμενος κάτι καθησυχαστικό να πω για να την ηρεμήσω.
«Το ξέρω ότι σου υποσχέθηκα ότι θα περνάγαμε όλη τη μέρα μαζί, αλλά η μέρα δε χάθηκε! Η περιπολία δε θα κρατήσει πολύ. Θα γυρίσω πίσω πριν το καταλάβεις.» είπα και την φίλησα στο μέτωπο, πριν τρέξω μέσα στο δάσος.
Τζέικομπ! Τέσσερις διαφορετικές φωνές φώναξαν το όνομά μου.
Που άφησες την Μπέλλα; Ρώτησε ο Έμπρι, ανησυχώντας όσο κι εγώ. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, η Μπέλλα και ο Έμπρι ήταν κάπως… δεμένοι. Η Μπέλλα μίλαγε συνέχεια για τον Έμπρι. Ένιωθα σαν… να ζηλεύω; Όχι, όχι… Σε καμία περίπτωση δεν ένιωθα ζήλια. Η Μπέλλα ήταν φίλη μου. Αν και αυτό ήθελε εκείνη. Εγώ αποζητούσα την αγάπη της. Το να νιώθεις ότι εξαρτάσαι από τον άλλον. Όπως ένιωθα εγώ δίπλα της.
Την άφησα στην παραλία. Θα την συναντήσω εκεί αργότερα. Απάντησα στην αγωνιώδη σκέψη του Έμπρι.
Τζέικομπ, άφησες την Μπέλλα μόνη; Όλη η απερισκεψία του Θεού πάνω σου έπεσε;
Συγνώμη; Τι είπες; Άφησα την θυμωμένη σκέψη να γεμίσει το κεφάλι μου.
Η κοκκινομάλλα είναι βρικόλακας, Τζέικ. Βρικόλακας. Οι βρικόλακες μπορούν να κινηθούν άνετα κάτω απ’το νερό. Δεν είναι ανάγκη να αναπνέουν! Μου θύμισε.
Μιας και αναφέρατε την κοκκινομάλλα βδέλλα, είπε ο Σαμ, θυμίζοντας μας την παρουσία του, νομίζω ότι την βλέπω!
Τρέξαμε όλοι εκεί που μας υπέδειξε ο Σαμ, αν και ο κόπος μας πήγε χαμένος. Εκείνη ξέφυγε. Πάλι. Και κατευθυνόταν προς… την παραλία. Την παραλία που βρισκόταν η Μπέλλα!
Έτρεξα με όση δύναμη μου επέτρεπαν τα πόδια μου προς την παραλία, όπου ήλπιζα να με περίμενε εκεί όπου την είχα αφήσει. Δεν ήταν πουθενά. Τα ίχνη του φορτηγού της πήγαιναν προς το ύψωμα, όπου κάναμε κλίφ ντάιβινγκ. Ανέβηκα στο βράχο. Δεν άντεχα να φανταστώ την Μπέλλα να πηδάει από τέτοιο ύψος. Ήλπιζα να υπήρχε ελπίδα. Πήδηξα το βράχο. Καθώς η θερμοκρασία του νερού ξεπερνούσε τους -20, ένιωσα τα κύτταρά μου να ουρλιάζουν. Το μυαλό μου να παγώνει. Η σκέψη της ήταν στο μυαλό μου. Όταν, είδα το σώμα της, αναίσθητο, μέσα στο νερό, να το παρασέρνει το κύμα. Την τράβηξα και την ανέβασα στην επιφάνεια.
«Μπέλλα; Μπέλλα, είσαι καλά;»
Προσπάθησα να την συνεφέρω. Είχε καταπιεί πολύ νερό. Ευτυχώς, μετά από λίγα λεπτά, τα μάτια της άνοιξαν και με κοίταξε ένοχα. Τα παγωμένα από το νερό χέρια της τυλίχτηκαν γύρω μου.
«Συγνώμη, Τζέικ…» πρόφερε.
Την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την ζεστάνω.
«Όλα είναι εντάξει, Μπέλλα. Τελείωσε.» την καθησύχασα και την μετέφερα στην αγκαλιά μου ως το σπίτι του Μπίλι.
Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της, καθώς περπατούσαμε.
«Κρυώνεις, Μπέλλα;» την ρώτησα.
«Χαζή ερώτηση, Τζέικομπ!» γέλασε, ακούγοντάς με. «Αφού τα ρούχα μου είναι βρεγμένα και βρισκόμουν μέσα σε νερό -20 βαθμών Κελσίου, πώς λες να νιώθω;»
«Μην ανησυχείς για αυτό. Θα σε ζεστάνω εγώ. Δεν είμαι το προσωπικό σου καλοριφέρ;» αστειεύτηκα, προσπαθώντας να της φτιάξω τη διάθεση.
Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, εκείνη κάθισε στον καναπέ, ενώ εγώ στο πάτωμα. Καθώς συζητούσαμε, με πήρε ο ύπνος…
Μόλις ξύπνησα, η Μπέλλα καθόταν δίπλα μου, περιμένοντας να ξυπνήσω. Κοίταξα γύρω μου, ψάχνοντας τον Μπίλι.
«Μπέλλα, που είναι ο Μπίλι;» τη ρώτησα, καθώς πρόσεξα το πρόσωπό της. Ήταν λυπημένη.
«Πήγε στο δωμάτιό του. Ήταν στο νοσοκομείο πριν. Ο Χάρι… Ο Χάρι…» δυσκολεύτηκε να τελειώσει την πρότασή της. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου, καθώς έκλαιγε βουβά.
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Μετά από μια εβδομάδα, η Μπέλλα περνούσε σχεδόν όλη της την ημέρα στο Λα Πους. Όλοι αναρωτιόμασταν πότε σκόπευε να μετακομίσει. Την πρώτη φορά που την ρώτησα, μου απάντησε: «Σύντομα. Αλλά πρέπει να ρωτήσω τον Τσάρλι πρώτα!»
«Έχεις σκεφτεί την προοπτική να μετακομίσεις κρυφά; Προσφέρομαι να σε φιλοξενήσω. Το κρεβάτι μου είναι διαθέσιμο.» Με κοίταξε, κοκκινίζοντας.
«Εννοείται ότι εγώ θα κοιμηθώ στον καναπέ!» συμπλήρωσα. Γελάγαμε πολύ ώρα αργότερα για αυτό το συμβάν.
Την ημέρα που άρχιζαν οι ανοιξιάτικες διακοπές, η Μπέλλα είχε έρθει ως συνήθως μετά το σχολείο για να με δει. Όμως, δυστυχώς είχα περιπολία και έπρεπε να την αφήσω μόνη.
«Μπέλλα, πρέπει να περιπολούμε, ώστε η κοκκινομάλλα βδέλλα να μην σε πλησιάσει. Για αυτό μην κάνεις καμιά βλακεία, σε παρακαλώ. Μπορεί να είναι κοντά.» την προειδοποίησα, πριν γυρίσω για να μεταμορφωθώ. Το χέρι της έπιασε αυτόματα το μπράτσο μου- θα μας γινόταν συνήθεια αυτό, σίγουρα. Κοίταξα το βλέμμα της, σκεπτόμενος κάτι καθησυχαστικό να πω για να την ηρεμήσω.
«Το ξέρω ότι σου υποσχέθηκα ότι θα περνάγαμε όλη τη μέρα μαζί, αλλά η μέρα δε χάθηκε! Η περιπολία δε θα κρατήσει πολύ. Θα γυρίσω πίσω πριν το καταλάβεις.» είπα και την φίλησα στο μέτωπο, πριν τρέξω μέσα στο δάσος.
Τζέικομπ! Τέσσερις διαφορετικές φωνές φώναξαν το όνομά μου.
Που άφησες την Μπέλλα; Ρώτησε ο Έμπρι, ανησυχώντας όσο κι εγώ. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, η Μπέλλα και ο Έμπρι ήταν κάπως… δεμένοι. Η Μπέλλα μίλαγε συνέχεια για τον Έμπρι. Ένιωθα σαν… να ζηλεύω; Όχι, όχι… Σε καμία περίπτωση δεν ένιωθα ζήλια. Η Μπέλλα ήταν φίλη μου. Αν και αυτό ήθελε εκείνη. Εγώ αποζητούσα την αγάπη της. Το να νιώθεις ότι εξαρτάσαι από τον άλλον. Όπως ένιωθα εγώ δίπλα της.
Την άφησα στην παραλία. Θα την συναντήσω εκεί αργότερα. Απάντησα στην αγωνιώδη σκέψη του Έμπρι.
Τζέικομπ, άφησες την Μπέλλα μόνη; Όλη η απερισκεψία του Θεού πάνω σου έπεσε;
Συγνώμη; Τι είπες; Άφησα την θυμωμένη σκέψη να γεμίσει το κεφάλι μου.
Η κοκκινομάλλα είναι βρικόλακας, Τζέικ. Βρικόλακας. Οι βρικόλακες μπορούν να κινηθούν άνετα κάτω απ’το νερό. Δεν είναι ανάγκη να αναπνέουν! Μου θύμισε.
Μιας και αναφέρατε την κοκκινομάλλα βδέλλα, είπε ο Σαμ, θυμίζοντας μας την παρουσία του, νομίζω ότι την βλέπω!
Τρέξαμε όλοι εκεί που μας υπέδειξε ο Σαμ, αν και ο κόπος μας πήγε χαμένος. Εκείνη ξέφυγε. Πάλι. Και κατευθυνόταν προς… την παραλία. Την παραλία που βρισκόταν η Μπέλλα!
Έτρεξα με όση δύναμη μου επέτρεπαν τα πόδια μου προς την παραλία, όπου ήλπιζα να με περίμενε εκεί όπου την είχα αφήσει. Δεν ήταν πουθενά. Τα ίχνη του φορτηγού της πήγαιναν προς το ύψωμα, όπου κάναμε κλίφ ντάιβινγκ. Ανέβηκα στο βράχο. Δεν άντεχα να φανταστώ την Μπέλλα να πηδάει από τέτοιο ύψος. Ήλπιζα να υπήρχε ελπίδα. Πήδηξα το βράχο. Καθώς η θερμοκρασία του νερού ξεπερνούσε τους -20, ένιωσα τα κύτταρά μου να ουρλιάζουν. Το μυαλό μου να παγώνει. Η σκέψη της ήταν στο μυαλό μου. Όταν, είδα το σώμα της, αναίσθητο, μέσα στο νερό, να το παρασέρνει το κύμα. Την τράβηξα και την ανέβασα στην επιφάνεια.
«Μπέλλα; Μπέλλα, είσαι καλά;»
Προσπάθησα να την συνεφέρω. Είχε καταπιεί πολύ νερό. Ευτυχώς, μετά από λίγα λεπτά, τα μάτια της άνοιξαν και με κοίταξε ένοχα. Τα παγωμένα από το νερό χέρια της τυλίχτηκαν γύρω μου.
«Συγνώμη, Τζέικ…» πρόφερε.
Την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την ζεστάνω.
«Όλα είναι εντάξει, Μπέλλα. Τελείωσε.» την καθησύχασα και την μετέφερα στην αγκαλιά μου ως το σπίτι του Μπίλι.
Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της, καθώς περπατούσαμε.
«Κρυώνεις, Μπέλλα;» την ρώτησα.
«Χαζή ερώτηση, Τζέικομπ!» γέλασε, ακούγοντάς με. «Αφού τα ρούχα μου είναι βρεγμένα και βρισκόμουν μέσα σε νερό -20 βαθμών Κελσίου, πώς λες να νιώθω;»
«Μην ανησυχείς για αυτό. Θα σε ζεστάνω εγώ. Δεν είμαι το προσωπικό σου καλοριφέρ;» αστειεύτηκα, προσπαθώντας να της φτιάξω τη διάθεση.
Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, εκείνη κάθισε στον καναπέ, ενώ εγώ στο πάτωμα. Καθώς συζητούσαμε, με πήρε ο ύπνος…
Μόλις ξύπνησα, η Μπέλλα καθόταν δίπλα μου, περιμένοντας να ξυπνήσω. Κοίταξα γύρω μου, ψάχνοντας τον Μπίλι.
«Μπέλλα, που είναι ο Μπίλι;» τη ρώτησα, καθώς πρόσεξα το πρόσωπό της. Ήταν λυπημένη.
«Πήγε στο δωμάτιό του. Ήταν στο νοσοκομείο πριν. Ο Χάρι… Ο Χάρι…» δυσκολεύτηκε να τελειώσει την πρότασή της. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου, καθώς έκλαιγε βουβά.
__________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
9.ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΣ…ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΟΥΝ ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΟΥΣ ΜΠΕΛΑΔΕΣ…
Γυρίσαμε πίσω στο Φορκς. Ήταν αργά και ο Τσάρλι θα γυρνούσε πίσω σύντομα. Η Μπέλλα έπρεπε να ετοιμάσει το βραδινό.
Στη διαδρομή, η Μπέλλα ήταν πολύ σκεπτική.
«Μπέλλα;» την ρώτησα, καθώς την παρατηρούσα. « Τι σκέφτεσαι;»
Τα μάτια της βούρκωσαν ξανά. «Σκέφτομαι τον Σεθ, την Λία, τη Σου… Και αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν πάθαινε κάτι ο Τσάρλι…»
Γύρισε το πρόσωπό της για να με κοιτάξει. «Εσύ τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτα» απάντησα. Ήμουν συγκλονισμένος από ότι είχε συμβεί το απόγευμα. Τον θάνατο του Χάρι, την πτώση της Μπέλλα…
Είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι της. Σταμάτησα την μηχανή και την κοίταξα.
«Μπέλλα» είπα, καθώς προσπαθούσα να φανώ λογικός. «Μπορείς να μου εξηγήσεις σε παρακαλώ, γιατί πήδηξες το βράχο;»
Έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Τα μάτια της κοίταξαν το πάτωμα.
«Μπέλλα, δεν θέλω να σε μαλώσω, απλώς…» δίστασα.
Αλλά έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Αυτήν ήθελε η κοκκινομάλλα, έτσι κι αλλιώς.
Πριν αρχίσω, μια απαίσια μυρωδιά άρχισε να καίει τα ρουθούνια μου.
«Τι στο…» φώναξα, καθώς δεν μπορούσα να ανασάνω από την μυρωδιά.
«Τι συμβαίνει, Τζέικ;» με ρώτησε, αν και από την αντίδρασή μου, νομίζω ότι κατάλαβε. Άναψα γρήγορα τη μηχανή.
«Τζέικ; Που με πάς;» ρώτησε η Μπέλλα, με μια κάπως υστερική φωνή.
«Ένας βρικόλακας είναι εδώ!» φώναξα, καθώς πατούσα το γκάζι. Εκείνη κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Ο Κάρλαϊλ είναι! Αναγνωρίζω το αυτοκίνητό του! Σταμάτα τώρα!»
«Όχι, Μπέλλα. Φεύγουμε αμέσως! Δεν θα ρισκάρω τη ζωή σου! Μπορεί να είναι παγίδα!» της φώναξα, προσπαθώντας να κουμαντάρω το αμάξι.
«Τζέικομπ, σταμάτα τώρα!»
Σταμάτησα απότομα. Οι ρόδες σκλήρισαν πάνω στο έδαφος. Βγήκα έξω. Η μυρωδιά ήταν πιο έντονη, τώρα.
«Μπέλλα, πήγαινε. Εγώ θα φύγω» είπα και έτρεξα μέσα στο δάσος, καθώς μεταμορφωνόμουν.
Μετά από λίγα λεπτά, έφτασα σπίτι- είχα ξεχάσει πόσο γρήγορος είχα γίνει. Η Μπέλλα έμεινε μόνη της με μια από τις βδέλλες, που μπορεί να ήταν η κοκκινομάλλα που την κυνηγούσε. Φοβόμουν πάρα πολύ για εκείνη.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, ο Μπίλι με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν ανήσυχο.
«Τζέικομπ;» ρώτησε. Η φωνή του πρόδιδε την αγωνία του. « Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα…» είπα καθώς πήγαινα στο δωμάτιό μου. Κλείδωσα την πόρτα και προσπάθησα να μην σκέφτομαι…
Το επόμενο πρωί, ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιό μου και άκουγα μουσική. Τέρμα. Η μουσική πάντα με έκανε να νιώθω καλύτερα.
Με τέτοιο θόρυβο, οι σκέψεις έκαναν φτερά. Όμως, αν έσπαγαν τη συνθήκη; Αν δάγκωναν την Μπέλλα; Έπρεπε να ξέρω…
«Και τώρα, υποτίθεται ότι ενδιαφέρεσαι για την συνθήκη;» ρώτησε ο Έμπρι ,καθώς οδηγούσε.
Ξεφύσησα. «Εντάξει, παραδίνομαι. Θέλω να προστατεύσω την Μπέλλα, εντάξει; Εσύ τι θα έκανες αν το κορίτσι που αγαπούσες περισσότερο από οτιδήποτε στο κόσμο κινδύνευε;»
«Δεν έχω βρεθεί ακόμα σε αυτή τη θέση, ξέρεις…» Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα.
«Πάνω τους, τίγρη!» είπε ο Έμπρι χαρούμενα, καθώς κατέβαινα από το αμάξι.
Χτύπησα την πόρτα, περιμένοντας την να μου ανοίξει. Μόλις άνοιξε, τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη. Μετά, αφού σύνελθε από το σοκ, έσμιξε τα φρύδια της.
«Τι συμβαίνει, Τζέικομπ; Ήρθες να με μαλώσεις επειδή προσκάλεσα την Άλις για να μείνει μαζί μου;»
Η μυρωδιά ήταν ακόμα πιο έντονη μέσα στο σπίτι.
«Μπέλλα, ήρθα για να μιλήσουμε.» Κοίταξε έξω από την πόρτα.
«Εντάξει, ας μιλήσουμε. ΜΟΝΟΙ ΟΜΩΣ!» είπε, πριν κλείσει την πόρτα με πάταγο.
«Σε ακούω, λοιπόν…»
_________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Γυρίσαμε πίσω στο Φορκς. Ήταν αργά και ο Τσάρλι θα γυρνούσε πίσω σύντομα. Η Μπέλλα έπρεπε να ετοιμάσει το βραδινό.
Στη διαδρομή, η Μπέλλα ήταν πολύ σκεπτική.
«Μπέλλα;» την ρώτησα, καθώς την παρατηρούσα. « Τι σκέφτεσαι;»
Τα μάτια της βούρκωσαν ξανά. «Σκέφτομαι τον Σεθ, την Λία, τη Σου… Και αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν πάθαινε κάτι ο Τσάρλι…»
Γύρισε το πρόσωπό της για να με κοιτάξει. «Εσύ τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτα» απάντησα. Ήμουν συγκλονισμένος από ότι είχε συμβεί το απόγευμα. Τον θάνατο του Χάρι, την πτώση της Μπέλλα…
Είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι της. Σταμάτησα την μηχανή και την κοίταξα.
«Μπέλλα» είπα, καθώς προσπαθούσα να φανώ λογικός. «Μπορείς να μου εξηγήσεις σε παρακαλώ, γιατί πήδηξες το βράχο;»
Έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Τα μάτια της κοίταξαν το πάτωμα.
«Μπέλλα, δεν θέλω να σε μαλώσω, απλώς…» δίστασα.
Αλλά έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Αυτήν ήθελε η κοκκινομάλλα, έτσι κι αλλιώς.
Πριν αρχίσω, μια απαίσια μυρωδιά άρχισε να καίει τα ρουθούνια μου.
«Τι στο…» φώναξα, καθώς δεν μπορούσα να ανασάνω από την μυρωδιά.
«Τι συμβαίνει, Τζέικ;» με ρώτησε, αν και από την αντίδρασή μου, νομίζω ότι κατάλαβε. Άναψα γρήγορα τη μηχανή.
«Τζέικ; Που με πάς;» ρώτησε η Μπέλλα, με μια κάπως υστερική φωνή.
«Ένας βρικόλακας είναι εδώ!» φώναξα, καθώς πατούσα το γκάζι. Εκείνη κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Ο Κάρλαϊλ είναι! Αναγνωρίζω το αυτοκίνητό του! Σταμάτα τώρα!»
«Όχι, Μπέλλα. Φεύγουμε αμέσως! Δεν θα ρισκάρω τη ζωή σου! Μπορεί να είναι παγίδα!» της φώναξα, προσπαθώντας να κουμαντάρω το αμάξι.
«Τζέικομπ, σταμάτα τώρα!»
Σταμάτησα απότομα. Οι ρόδες σκλήρισαν πάνω στο έδαφος. Βγήκα έξω. Η μυρωδιά ήταν πιο έντονη, τώρα.
«Μπέλλα, πήγαινε. Εγώ θα φύγω» είπα και έτρεξα μέσα στο δάσος, καθώς μεταμορφωνόμουν.
Μετά από λίγα λεπτά, έφτασα σπίτι- είχα ξεχάσει πόσο γρήγορος είχα γίνει. Η Μπέλλα έμεινε μόνη της με μια από τις βδέλλες, που μπορεί να ήταν η κοκκινομάλλα που την κυνηγούσε. Φοβόμουν πάρα πολύ για εκείνη.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, ο Μπίλι με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν ανήσυχο.
«Τζέικομπ;» ρώτησε. Η φωνή του πρόδιδε την αγωνία του. « Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα…» είπα καθώς πήγαινα στο δωμάτιό μου. Κλείδωσα την πόρτα και προσπάθησα να μην σκέφτομαι…
Το επόμενο πρωί, ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιό μου και άκουγα μουσική. Τέρμα. Η μουσική πάντα με έκανε να νιώθω καλύτερα.
Με τέτοιο θόρυβο, οι σκέψεις έκαναν φτερά. Όμως, αν έσπαγαν τη συνθήκη; Αν δάγκωναν την Μπέλλα; Έπρεπε να ξέρω…
«Και τώρα, υποτίθεται ότι ενδιαφέρεσαι για την συνθήκη;» ρώτησε ο Έμπρι ,καθώς οδηγούσε.
Ξεφύσησα. «Εντάξει, παραδίνομαι. Θέλω να προστατεύσω την Μπέλλα, εντάξει; Εσύ τι θα έκανες αν το κορίτσι που αγαπούσες περισσότερο από οτιδήποτε στο κόσμο κινδύνευε;»
«Δεν έχω βρεθεί ακόμα σε αυτή τη θέση, ξέρεις…» Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα.
«Πάνω τους, τίγρη!» είπε ο Έμπρι χαρούμενα, καθώς κατέβαινα από το αμάξι.
Χτύπησα την πόρτα, περιμένοντας την να μου ανοίξει. Μόλις άνοιξε, τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη. Μετά, αφού σύνελθε από το σοκ, έσμιξε τα φρύδια της.
«Τι συμβαίνει, Τζέικομπ; Ήρθες να με μαλώσεις επειδή προσκάλεσα την Άλις για να μείνει μαζί μου;»
Η μυρωδιά ήταν ακόμα πιο έντονη μέσα στο σπίτι.
«Μπέλλα, ήρθα για να μιλήσουμε.» Κοίταξε έξω από την πόρτα.
«Εντάξει, ας μιλήσουμε. ΜΟΝΟΙ ΟΜΩΣ!» είπε, πριν κλείσει την πόρτα με πάταγο.
«Σε ακούω, λοιπόν…»
_________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
10.ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΥΡΙΟ… ΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΖΗΣΩ ΤΟ ΤΩΡΑ… ΜΑΖΙ ΣΟΥ…
«Ήρθα να προειδοποιήσω τη βδέλλα για την συνθήκη.»
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που θα ράγιζε ακόμα και την καρδιά του Κουίλ- που είναι τελείως αναίσθητος.
«Και να σου ζητήσω συγνώμη για χθες.» συμπλήρωσα. «Δεν έπρεπε να φύγω έτσι. Φέρθηκα σαν ηλίθιος.» Τα φρύδια της έσμιξαν. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω.
«Δεν μου λες, Τζέικομπ, τι δουλειά έχουν ο Έμπρι και ο Πολ εδώ πέρα; Υποτίθεται ότι ήθελες να μιλήσουμε. Δεν πιστεύω να φοβάσαι την Άλις;!»
«Απλώς είπα να πάρω ένα προληπτικό μέτρο κάλυψης. Ποιος μου εγγυάται ότι αυτή η Άλις δεν συνεργάζεται με την κοκκινομάλλα και προσπαθεί να σε παγιδεύσει;»
«Η Άλις δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο!»
«Και εσύ που το ξέρεις; Την ήξερες κι από χτες;»
Συνειδητοποίησα ότι είχα πει πολλά. Το πρόσωπό της άρχιζε να κοκκινίζει. Όχι από ντροπή. Από θυμό.
«Αρκετά, Τζέικομπ Μπλάκ!» ξέσπασε. «Βγες απ’το σπίτι μου τώρα!»
Καθώς κατευθύνθηκα στην πόρτα, σκέφτηκα να μείνω και να της ζητήσω συγνώμη. Δεν το άντεχα να είμαστε τσακωμένοι…
Πριν καν μιλήσω, ήρθε κοντά μου και την αγκάλιασα σφιχτά. Δεν είχα καταλάβει ότι την έσφιγγα πολύ, μέχρι που άρχισε να χτυπιέται πάνω μου.
«Τζέικομπ! Θα με πνίξεις!» φώναξε, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την αγκαλιά μου.
«Α, συγνώμη. Δεν είχα καταλάβει ότι σε έσφιγγα πολύ» απολογήθηκα.
Μετά από λίγες στιγμές σιωπής, τα πρόσωπά μας άρχισαν να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Η στιγμή που περίμενα εδώ και τόσο καιρό είχε έρθει. Σχεδόν. Τη στιγμή που περίμενα να νιώσω στα χείλη μου τα δικά της χείλη, χτύπησε το τηλέφωνο.
Να πάρει! Σκέφτηκα.
Σήκωσα το τηλέφωνο, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.
«Εμπρός;» Καθώς προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην φωνή, που μου ήταν γνωστή, η Μπέλλα χτυπιόταν σχεδόν δίπλα μου και προσπαθούσε να μου πάρει το τηλέφωνο.
«Καλησπέρα. Είναι ο Τσάρλι εκεί;»
«Όχι, δεν είναι εδώ. Είναι στην κηδεία.»
Μετά την απάντησή μου, άκουσα το μπιπ μπιπ, πο δήλωνε το τέλος της κλήσης. Έκλεισα το τηλέφωνο με δύναμη.
«Βρομοβδέλλα!»
«Γιατί δεν μου έδωσες το τηλέφωνο; Ποιος ήταν; Μήπως ήταν ο…»
«Όχι, Μπελς, μη χαίρεσαι άδικα. Ο πατέρας του ήταν.»
«Και γιατί δεν με άφησες να του μιλήσω;»
«Δεν ήθελε εσένα!»
«Αλλά ποιον;»
«Τον Τσάρλι»
«Δεν σου είπε γιατί;»
«Όχι. Αφού του είπα ότι ο Τσάρλι ήταν στη κηδεία, μου το έκλεισε στα μούτρα.»
Καθώς αναστέναξα, μια πολύ συνηθισμένη για τα δικά μου ρουθούνια μπόχα έκαψε τη μύτη μου. Την έκλεισα με τα ΄δαχτυλά μου.
«Μπέλλα, κάτι βρομάει απαίσια εδώ.» την πληροφόρησα.
«Ωχ, όχι… Η Άλις!» αναφώνησε εκείνη. Καθώς μπήκε μέσα η βδέλλα, δεν μπορούσα να αντισταθώ στα λυκίσεια μου ένστικτα.
Τα μάτια της Μπέλλα γούρλωσαν, ένα ανατριχιαστικό γρύλισμα βγήκε από το στήθος μου. Η Μπέλλα έτρεξε κοντά της, καθώς τα μάτια του μέντιουμ έγιναν απλανή.
«Άλις!» φώναζε, καθώς την ταρακουνούσε. «Άλις; Τι βλέπεις;»
Καθώς επανήλθε στη πραγματικότητα, η αιμορουφήχτρα που έβλεπε το μέλλον σούφρωσε τη μύτη της. Με κοίταξε, με ένα βλέμμα που έδειχνε αηδία. Γύρισε το βλέμμα στην Μπέλλα.
«Μπέλλα» είπε, με ακόμα σουφρωμένη τη μύτη της «μπορείς να διώξεις το σκυλί, για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;»
Η Μπέλλα, με κοίταξε, με ικετευτικό βλέμμα.
«Τζέικ…»
«Όχι.» είπα αποφασιστικά. « Θα μείνω εδώ.»Χωρίς να μου ρίξει μια ματιά, η βδέλλα γύρισε στην Μπέλλα πάλι.
«Ο Έντουαρντ. Θέλει να αυτοκτονήσει. Πηγαίνει στους Βολτούρι αυτή τη στιγμή.»
«Αυτό είναι καλό!» είπα ασυναίσθητα.
Τα μάτια της Μπέλλα πέταγαν σπίθες. Η γροθιά της θα βρισκόταν στον λαιμό μου αν δεν προλάβαινα να πιάσω τους καρπούς της. «Εγωπαθέστατο, αλαζονικό, εγωιστικό γουρούνι! Πως τολμάς;» φώναζε, καθώς προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα ατσάλινα χέρια μου.
«Μπέλλα, ηρέμησε!» φώναξε η Άλις, καθώς βρέθηκε δίπλα της.
«Τι θα κάνουμε;»
«Το προφανές, Άλις. Θα πάμε στην Ιταλία.»
«Μπέλλα, πρέπει να βιαστούμε. Δεν ξέρεις πότε θα κάνει κάτι ακραίο ο Έντουαρντ για να τον πιάσουν.»
«Για μισό λεπτό» είπα, διακόπτοντάς την «εμένα δεν μου πέφτει λόγος;»
«Συγνώμη, Τζέικομπ, αλλά λογαριασμό θα δώσω στον πατέρα μου, όχι σε σένα.» Στράφηκε στην Άλις. «Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου.» Την ακολούθησα στο πάνω πάτωμα. Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, ένα σακίδιο γεμάτο ρούχα δέσποζε πάνω στο κρεβάτι. Δεν με κοίταξε καθώς μπήκα. Έτσι, διεκδίκησα την προσοχή της.
«Μπέλλα, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω να ακολουθήσεις τον αιμοπότη, έτσι δεν είναι;»
«Εγώ νομίζω ότι θα με αφήσεις, Τζέικομπ.»
Την κοίταξα παραξενεμένα.
«Και πως κατέληξες σε αυτό το συμπέρασμα;»
Μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Θα σε δωροδοκήσω.»
Και πριν το καταλάβω, τα δροσερά της χείλη ήταν πάνω στο μάγουλό μου. Έκλεισα τα μάτια. ΑΝ και ήταν σύντομο, έμεινα κοκαλωμένος για λίγο. Καθώς βγήκε από το δωμάτιο, την ακολούθησα στις σκάλες.
«Μα, Μπέλλα…»
«Δεν αλλάζω γνώμη, Τζέικομπ. Πάρ’το απόφαση.»
«Τι θα πω στο Τσάρλι;»
«Κάτι θα βρεις.»
«Μα,Μπέλλα…» Γύρισε και έπιασε το πρόσωπό μου με το ένα της χέρι.
«Αν δεν σε ξαναδώ, να ξέρεις ότι είσαι ο καλύτερός μου φίλος κι ότι σε λατρεύω. Αντίο.»
Είχαμε φτάσει στο αμάξι της. Πριν μπει μέσα, την έπιασα από το μπράτσο. Τα έπαιξα όλα για όλα, μέχρι και το τελευταίο μου χαρτί, για να την πείσω να μείνει.
«Μπέλλα, μείνε. Για μένα»
«Αντίο, Τζέικομπ.» είπε, πριν κλείσει την πόρτα.
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
«Ήρθα να προειδοποιήσω τη βδέλλα για την συνθήκη.»
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που θα ράγιζε ακόμα και την καρδιά του Κουίλ- που είναι τελείως αναίσθητος.
«Και να σου ζητήσω συγνώμη για χθες.» συμπλήρωσα. «Δεν έπρεπε να φύγω έτσι. Φέρθηκα σαν ηλίθιος.» Τα φρύδια της έσμιξαν. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω.
«Δεν μου λες, Τζέικομπ, τι δουλειά έχουν ο Έμπρι και ο Πολ εδώ πέρα; Υποτίθεται ότι ήθελες να μιλήσουμε. Δεν πιστεύω να φοβάσαι την Άλις;!»
«Απλώς είπα να πάρω ένα προληπτικό μέτρο κάλυψης. Ποιος μου εγγυάται ότι αυτή η Άλις δεν συνεργάζεται με την κοκκινομάλλα και προσπαθεί να σε παγιδεύσει;»
«Η Άλις δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο!»
«Και εσύ που το ξέρεις; Την ήξερες κι από χτες;»
Συνειδητοποίησα ότι είχα πει πολλά. Το πρόσωπό της άρχιζε να κοκκινίζει. Όχι από ντροπή. Από θυμό.
«Αρκετά, Τζέικομπ Μπλάκ!» ξέσπασε. «Βγες απ’το σπίτι μου τώρα!»
Καθώς κατευθύνθηκα στην πόρτα, σκέφτηκα να μείνω και να της ζητήσω συγνώμη. Δεν το άντεχα να είμαστε τσακωμένοι…
Πριν καν μιλήσω, ήρθε κοντά μου και την αγκάλιασα σφιχτά. Δεν είχα καταλάβει ότι την έσφιγγα πολύ, μέχρι που άρχισε να χτυπιέται πάνω μου.
«Τζέικομπ! Θα με πνίξεις!» φώναξε, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την αγκαλιά μου.
«Α, συγνώμη. Δεν είχα καταλάβει ότι σε έσφιγγα πολύ» απολογήθηκα.
Μετά από λίγες στιγμές σιωπής, τα πρόσωπά μας άρχισαν να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Η στιγμή που περίμενα εδώ και τόσο καιρό είχε έρθει. Σχεδόν. Τη στιγμή που περίμενα να νιώσω στα χείλη μου τα δικά της χείλη, χτύπησε το τηλέφωνο.
Να πάρει! Σκέφτηκα.
Σήκωσα το τηλέφωνο, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.
«Εμπρός;» Καθώς προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην φωνή, που μου ήταν γνωστή, η Μπέλλα χτυπιόταν σχεδόν δίπλα μου και προσπαθούσε να μου πάρει το τηλέφωνο.
«Καλησπέρα. Είναι ο Τσάρλι εκεί;»
«Όχι, δεν είναι εδώ. Είναι στην κηδεία.»
Μετά την απάντησή μου, άκουσα το μπιπ μπιπ, πο δήλωνε το τέλος της κλήσης. Έκλεισα το τηλέφωνο με δύναμη.
«Βρομοβδέλλα!»
«Γιατί δεν μου έδωσες το τηλέφωνο; Ποιος ήταν; Μήπως ήταν ο…»
«Όχι, Μπελς, μη χαίρεσαι άδικα. Ο πατέρας του ήταν.»
«Και γιατί δεν με άφησες να του μιλήσω;»
«Δεν ήθελε εσένα!»
«Αλλά ποιον;»
«Τον Τσάρλι»
«Δεν σου είπε γιατί;»
«Όχι. Αφού του είπα ότι ο Τσάρλι ήταν στη κηδεία, μου το έκλεισε στα μούτρα.»
Καθώς αναστέναξα, μια πολύ συνηθισμένη για τα δικά μου ρουθούνια μπόχα έκαψε τη μύτη μου. Την έκλεισα με τα ΄δαχτυλά μου.
«Μπέλλα, κάτι βρομάει απαίσια εδώ.» την πληροφόρησα.
«Ωχ, όχι… Η Άλις!» αναφώνησε εκείνη. Καθώς μπήκε μέσα η βδέλλα, δεν μπορούσα να αντισταθώ στα λυκίσεια μου ένστικτα.
Τα μάτια της Μπέλλα γούρλωσαν, ένα ανατριχιαστικό γρύλισμα βγήκε από το στήθος μου. Η Μπέλλα έτρεξε κοντά της, καθώς τα μάτια του μέντιουμ έγιναν απλανή.
«Άλις!» φώναζε, καθώς την ταρακουνούσε. «Άλις; Τι βλέπεις;»
Καθώς επανήλθε στη πραγματικότητα, η αιμορουφήχτρα που έβλεπε το μέλλον σούφρωσε τη μύτη της. Με κοίταξε, με ένα βλέμμα που έδειχνε αηδία. Γύρισε το βλέμμα στην Μπέλλα.
«Μπέλλα» είπε, με ακόμα σουφρωμένη τη μύτη της «μπορείς να διώξεις το σκυλί, για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;»
Η Μπέλλα, με κοίταξε, με ικετευτικό βλέμμα.
«Τζέικ…»
«Όχι.» είπα αποφασιστικά. « Θα μείνω εδώ.»Χωρίς να μου ρίξει μια ματιά, η βδέλλα γύρισε στην Μπέλλα πάλι.
«Ο Έντουαρντ. Θέλει να αυτοκτονήσει. Πηγαίνει στους Βολτούρι αυτή τη στιγμή.»
«Αυτό είναι καλό!» είπα ασυναίσθητα.
Τα μάτια της Μπέλλα πέταγαν σπίθες. Η γροθιά της θα βρισκόταν στον λαιμό μου αν δεν προλάβαινα να πιάσω τους καρπούς της. «Εγωπαθέστατο, αλαζονικό, εγωιστικό γουρούνι! Πως τολμάς;» φώναζε, καθώς προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα ατσάλινα χέρια μου.
«Μπέλλα, ηρέμησε!» φώναξε η Άλις, καθώς βρέθηκε δίπλα της.
«Τι θα κάνουμε;»
«Το προφανές, Άλις. Θα πάμε στην Ιταλία.»
«Μπέλλα, πρέπει να βιαστούμε. Δεν ξέρεις πότε θα κάνει κάτι ακραίο ο Έντουαρντ για να τον πιάσουν.»
«Για μισό λεπτό» είπα, διακόπτοντάς την «εμένα δεν μου πέφτει λόγος;»
«Συγνώμη, Τζέικομπ, αλλά λογαριασμό θα δώσω στον πατέρα μου, όχι σε σένα.» Στράφηκε στην Άλις. «Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου.» Την ακολούθησα στο πάνω πάτωμα. Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, ένα σακίδιο γεμάτο ρούχα δέσποζε πάνω στο κρεβάτι. Δεν με κοίταξε καθώς μπήκα. Έτσι, διεκδίκησα την προσοχή της.
«Μπέλλα, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω να ακολουθήσεις τον αιμοπότη, έτσι δεν είναι;»
«Εγώ νομίζω ότι θα με αφήσεις, Τζέικομπ.»
Την κοίταξα παραξενεμένα.
«Και πως κατέληξες σε αυτό το συμπέρασμα;»
Μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Θα σε δωροδοκήσω.»
Και πριν το καταλάβω, τα δροσερά της χείλη ήταν πάνω στο μάγουλό μου. Έκλεισα τα μάτια. ΑΝ και ήταν σύντομο, έμεινα κοκαλωμένος για λίγο. Καθώς βγήκε από το δωμάτιο, την ακολούθησα στις σκάλες.
«Μα, Μπέλλα…»
«Δεν αλλάζω γνώμη, Τζέικομπ. Πάρ’το απόφαση.»
«Τι θα πω στο Τσάρλι;»
«Κάτι θα βρεις.»
«Μα,Μπέλλα…» Γύρισε και έπιασε το πρόσωπό μου με το ένα της χέρι.
«Αν δεν σε ξαναδώ, να ξέρεις ότι είσαι ο καλύτερός μου φίλος κι ότι σε λατρεύω. Αντίο.»
Είχαμε φτάσει στο αμάξι της. Πριν μπει μέσα, την έπιασα από το μπράτσο. Τα έπαιξα όλα για όλα, μέχρι και το τελευταίο μου χαρτί, για να την πείσω να μείνει.
«Μπέλλα, μείνε. Για μένα»
«Αντίο, Τζέικομπ.» είπε, πριν κλείσει την πόρτα.
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
ΕΚΛΕΙΨΗ
Κάποιοι λένε ότι ο κόσμος θα τελειώσει στις φλόγες, κάποιοι λένε στον πάγο.
Από όσα έχω δοκιμάσει της επιθυμίας, συγκαταλέγομαι με αυτούς που είναι υπέρ της φωτιάς.
Αλλά αν έπρεπε να χαθώ δύο φορές, νομίζω ότι ξέρω αρκετά του μίσους
Γιατί ξέρω ότι για τον πάγο η καταστροφή, είναι επίσης μεγάλη.
ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η μάχη είχε ανάψει για τα καλά. Ευτυχώς κανείς δικός μας δεν είχε πληγωθεί. Με την μανία να την σώσω, έσκιζα και κομμάτιαζα τους νεογέννητους που ήθελαν το αίμα της. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο. Μόνο την εκδίκηση.
Η Μπέλλα ήταν ασφαλής. Ο Έντουαρντ ήταν διατεθειμένος να δώσει και την ζωή του για να την σώσει.
Ένας νεογέννητος είχε κρυφτεί. Δεν τον είχαμε δει. Η Λία, όρμησε.
Λία, όχι! Φώναξα μέσα στο κεφάλι μου. Ανόητη. Πεισματάρα.
Έτρεξα ανάμεσα σε εκείνη και τον νεογέννητο, πριν μπω στη θανάσιμη αγκαλιά του.
Καθώς με αγκάλιασε, τα κόκαλά μου υποχώρησα από την υπερβολική δύναμη του νεογέννητου.
Το σώμα μου πονούσε. Τα κόκαλά μου είχαν σπάσει. Το ένιωθα. Ένας οξύς πόνος διαπερνούσε όλη τη δεξιά μεριά μου, εκεί που με έχει σφίξει ο νεογέννητος.
«Τζέικομπ! Ηλίθιε, γιατί μπήκες στη μέση; Τον είχα!» φώναξε η Λία.
«Για να σε σώσω, ανόητη!»
Τα αδέρφια μου με σήκωσαν στα χέρια και με μετέφεραν στο σπίτι.Έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα στον πόνο...
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Κάποιοι λένε ότι ο κόσμος θα τελειώσει στις φλόγες, κάποιοι λένε στον πάγο.
Από όσα έχω δοκιμάσει της επιθυμίας, συγκαταλέγομαι με αυτούς που είναι υπέρ της φωτιάς.
Αλλά αν έπρεπε να χαθώ δύο φορές, νομίζω ότι ξέρω αρκετά του μίσους
Γιατί ξέρω ότι για τον πάγο η καταστροφή, είναι επίσης μεγάλη.
ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η μάχη είχε ανάψει για τα καλά. Ευτυχώς κανείς δικός μας δεν είχε πληγωθεί. Με την μανία να την σώσω, έσκιζα και κομμάτιαζα τους νεογέννητους που ήθελαν το αίμα της. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο. Μόνο την εκδίκηση.
Η Μπέλλα ήταν ασφαλής. Ο Έντουαρντ ήταν διατεθειμένος να δώσει και την ζωή του για να την σώσει.
Ένας νεογέννητος είχε κρυφτεί. Δεν τον είχαμε δει. Η Λία, όρμησε.
Λία, όχι! Φώναξα μέσα στο κεφάλι μου. Ανόητη. Πεισματάρα.
Έτρεξα ανάμεσα σε εκείνη και τον νεογέννητο, πριν μπω στη θανάσιμη αγκαλιά του.
Καθώς με αγκάλιασε, τα κόκαλά μου υποχώρησα από την υπερβολική δύναμη του νεογέννητου.
Το σώμα μου πονούσε. Τα κόκαλά μου είχαν σπάσει. Το ένιωθα. Ένας οξύς πόνος διαπερνούσε όλη τη δεξιά μεριά μου, εκεί που με έχει σφίξει ο νεογέννητος.
«Τζέικομπ! Ηλίθιε, γιατί μπήκες στη μέση; Τον είχα!» φώναξε η Λία.
«Για να σε σώσω, ανόητη!»
Τα αδέρφια μου με σήκωσαν στα χέρια και με μετέφεραν στο σπίτι.Έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα στον πόνο...
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Απ: Life sucks, then you die…
12.ΚΑΛΑ,ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΤΥΠΗΣΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ; ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΚΑΛΙΕΣ ΠΑΝΤΟΥ. ΜΠΛΙΑΞ!
Κοιμόμουν βαθιά. Ονειρευόμουν. Για πρώτη φορά. Ονειρευόμουν την Μπέλλα- τι θα γινόταν αν δεν πήγαινε να βρει τον αιμοπότη. Θα ήμασταν μαζί, θα ήταν δικιά μου και θα ήμουν δικός της. Οι βρικόλακες θα ήταν μακριά, κι εγώ θα είχα ότι αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο: την Μπέλλα.
Πριν λίγες εβδομάδες, η Μπέλλα ταξίδεψε στην Ιταλία με την αδερφή του αιμοπότη, την Άλις. Αυτή, είδε τον Έντουαρντ να αυτοκτονεί. Η Μπέλλα, προσπαθώντας να τον σώσει, πήγε με την Άλις στην Ιταλία, με κίνδυνο της ζωής της. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα. Αν πάθαινε κάτι, η βδέλλα θα ήταν νεκρή τώρα…
Ξύπνησα, με την εικόνα τριών παιδιών που μου έμοιαζαν να τρέχουν γύρω μας. Αν κι αυτό μπορούσα μόνο να το φανταστώ. Η Μπέλλα άνηκε σε εκείνον. Στον Έντουαρντ. Εγώ μπορούσα απλώς να παραμένω στο παρασκήνιο, περιμένοντάς τον να την αφήσει. Αυτή η σκέψη με έκανε να χαμογελάσω. Αν το έκανε μια φορά, μπορεί και να το ξαναέκανε. Κι εγώ θα περίμενα, για να την παρηγορήσω, όπως τότε…
Μπήκα στην κουζίνα. Και-ω, τι έκπληξη!- ο Έμπρι ήταν εδώ.
«΄Μέρα…» πρόφερα ανάμεσα σε ένα χασμουρητό.
«Καλημέρα, μικρέ! Δεν είναι υπέροχη μέρα;» μου απάντησε η Ρεμπέκα, με ένα χαζό χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της. Βέβαια, ήταν ωραία η μέρα. Για την Ρεμπέκα κάθε μέρα ήταν τέλεια, όταν ήταν ο Έμπρι εδώ.
«Γεια σου, φίλε» χαιρέτησα τον Έμπρι και πήγα να καθίσω δίπλα του. Η Ρεμπέκα βρισκόταν στην κουζίνα.
«Τζέικ, θέλεις καφέ;» με ρώτησε.
«Ένας καφές θα ήταν ότι πρέπει. Ευχαριστώ, Ρέμπ.»
Ο Έμπρι παρατήρησε το πρόσωπό μου και κούνησε το κεφάλι θλιμμένα. «Πότε θα το ξεπεράσεις; Πάλι καλά να λες, που σου μιλάει ακόμα.»
Κοίταξα τον Έμπρι περιπαικτικά. Δεν άντεχα να μαλώνω μαζί του. Και ναι, ένιωθα ωραία που η Ρεμπ θα παντρευόταν τον Έμπρι. Θα είχε πλάκα να λέω τον Έμπρι «γαμπρό».
«Και τώρα αυτό λέγεται παρηγοριά με τον δικό σου τρόπο;» του είπα γελώντας. Σοβάρεψα γρήγορα και άλλαξα θέμα. Ο Έμπρι είχε αποτυπώσει. Αν και ήξερα ποια ήταν «η τυχερή», ήθελα αν μου το πει ο ίδιος. Άνοιξα την κουβέντα με έναν εύθυμο τόνο στη φωνή μου.
«Τι λέγαμε τις προάλλες; Α, ναι! Για την αποτύπωσή σου!» Τα μάτια του Έμπρι γούρλωσαν.
«Αφού το ξέρεις!» απάντησε.
«Ναι, το ξέρω. Μην φοβάσαι, χαζέ, δεν πρόκειται να πω τίποτα.» τον καθησύχασα.
«Λοιπόν… Αποτύπωσα στην Ρεμπέκα.» είπε, ξεφυσώντας.
«Έλαα! Τι λες! Δεν το είχα καταλάβει »… αστειεύτηκα. «Είδες τι εύκολο που ήταν;» είπα, χτυπώντας τον καθησυχαστικά στην πλάτη.
Εκείνη τη στιγμή, ήρθε η Ρεμπέκα και κάθισε δίπλα μας. Εγώ, ξαφνικά, ένιωσα άβολα.
Σηκώθηκα από τον καναπέ. «Βγαίνω για λίγο. Ρεμπ, πες στον μπαμπά ότι δεν θα αργήσω.» Τους χαιρέτησα καθώς έβγαινα στην αυλή. Αλλά, δεν ήμουν μόνος…
«Μπέλλα!» είπα και έτρεξα κοντά της. Την αγκάλιασα σφιχτά, σαν επρόκειτο να μου φύγει. Μείναμε κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι ήμουν ακόμα με τις πυτζάμες.
Απομακρύνθηκα και την έπιασα από το χέρι.
«Μπέλλα, έλα μέσα. Η Ρέμπ θα χαρεί να σε δει. Είναι και ο Έμπρι εδώ. Άσε που πρέπει να αλλάξω κι όλας…»
«Εντάξει…» είπε γελώντας «Πάμε.»
«Μπέλλα!» φώναξε ο Έμπρι, αγκαλιάζοντάς την.
«Γεια σου, Έμπρι!» απάντησε η Μπέλλα, ανταποδίδοντας την αγκαλιά. «Τι κάνετε;»
Ο Έμπρι με κοίταξε πονηρά, κλείνοντάς μου το μάτι. «Εμείς είμαστε μια χαρά. Ο Τζέικ, όμως, είναι χάλια.»
Με κοίταξε με αγωνία. «Τζέικ; Τι έχεις;» είπε και με πλησίασε, αγκαλιάζοντας με.
«Μπελς, δεν έχω τίποτα.» είπα, καθησυχάζοντάς την. «Απλώς, δεν μου αρέσουν τα σαλιαρίσματα της αδερφής μου!» απάντησα, κοιτάζοντας την Ρεμπέκα και τον Έμπρι.
«Ω, έλα τώρα, μικρέ!» είπε γελώντας η Ρεμπέκα. « Δεν θες να δεις την αδελφή σου ευτυχισμένη; Α, και πριν το ξεχάσω… » είπε και έδωσε στην Μπέλλα έναν άσπρο φάκελο.
Με κοίταξε ερωτηματικά, περιμένοντάς με να την διαφωτίσω. Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
Η Ρεμπέκα κοίταξε τα ερωτηματικά μας βλέμματα και ξεφύσησε απογοητευμένη.
«Λοιπόν… Μπέλλα, παντρεύομαι!» ανακοίνωσε με ενθουσιασμό.
Η Μπέλλα είχε μείνει αποσβολωμένη. «Κοίτα να δεις…» είπε τελικά. «Η Ρεμπ παντρεύεται! Με τον Έμπρι, σωστά;»
Η Ρέμπ και ο Έμπρι με κοίταξαν θυμωμένα. «Τι; Δεν έπρεπε να της το πω; Ήταν μυστικό;»
«Και πότε είναι ο γάμος;»ρώτησε η Μπέλλα.
«19 Φεβρουαρίου.»
_____________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Κοιμόμουν βαθιά. Ονειρευόμουν. Για πρώτη φορά. Ονειρευόμουν την Μπέλλα- τι θα γινόταν αν δεν πήγαινε να βρει τον αιμοπότη. Θα ήμασταν μαζί, θα ήταν δικιά μου και θα ήμουν δικός της. Οι βρικόλακες θα ήταν μακριά, κι εγώ θα είχα ότι αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο: την Μπέλλα.
Πριν λίγες εβδομάδες, η Μπέλλα ταξίδεψε στην Ιταλία με την αδερφή του αιμοπότη, την Άλις. Αυτή, είδε τον Έντουαρντ να αυτοκτονεί. Η Μπέλλα, προσπαθώντας να τον σώσει, πήγε με την Άλις στην Ιταλία, με κίνδυνο της ζωής της. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα. Αν πάθαινε κάτι, η βδέλλα θα ήταν νεκρή τώρα…
Ξύπνησα, με την εικόνα τριών παιδιών που μου έμοιαζαν να τρέχουν γύρω μας. Αν κι αυτό μπορούσα μόνο να το φανταστώ. Η Μπέλλα άνηκε σε εκείνον. Στον Έντουαρντ. Εγώ μπορούσα απλώς να παραμένω στο παρασκήνιο, περιμένοντάς τον να την αφήσει. Αυτή η σκέψη με έκανε να χαμογελάσω. Αν το έκανε μια φορά, μπορεί και να το ξαναέκανε. Κι εγώ θα περίμενα, για να την παρηγορήσω, όπως τότε…
Μπήκα στην κουζίνα. Και-ω, τι έκπληξη!- ο Έμπρι ήταν εδώ.
«΄Μέρα…» πρόφερα ανάμεσα σε ένα χασμουρητό.
«Καλημέρα, μικρέ! Δεν είναι υπέροχη μέρα;» μου απάντησε η Ρεμπέκα, με ένα χαζό χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της. Βέβαια, ήταν ωραία η μέρα. Για την Ρεμπέκα κάθε μέρα ήταν τέλεια, όταν ήταν ο Έμπρι εδώ.
«Γεια σου, φίλε» χαιρέτησα τον Έμπρι και πήγα να καθίσω δίπλα του. Η Ρεμπέκα βρισκόταν στην κουζίνα.
«Τζέικ, θέλεις καφέ;» με ρώτησε.
«Ένας καφές θα ήταν ότι πρέπει. Ευχαριστώ, Ρέμπ.»
Ο Έμπρι παρατήρησε το πρόσωπό μου και κούνησε το κεφάλι θλιμμένα. «Πότε θα το ξεπεράσεις; Πάλι καλά να λες, που σου μιλάει ακόμα.»
Κοίταξα τον Έμπρι περιπαικτικά. Δεν άντεχα να μαλώνω μαζί του. Και ναι, ένιωθα ωραία που η Ρεμπ θα παντρευόταν τον Έμπρι. Θα είχε πλάκα να λέω τον Έμπρι «γαμπρό».
«Και τώρα αυτό λέγεται παρηγοριά με τον δικό σου τρόπο;» του είπα γελώντας. Σοβάρεψα γρήγορα και άλλαξα θέμα. Ο Έμπρι είχε αποτυπώσει. Αν και ήξερα ποια ήταν «η τυχερή», ήθελα αν μου το πει ο ίδιος. Άνοιξα την κουβέντα με έναν εύθυμο τόνο στη φωνή μου.
«Τι λέγαμε τις προάλλες; Α, ναι! Για την αποτύπωσή σου!» Τα μάτια του Έμπρι γούρλωσαν.
«Αφού το ξέρεις!» απάντησε.
«Ναι, το ξέρω. Μην φοβάσαι, χαζέ, δεν πρόκειται να πω τίποτα.» τον καθησύχασα.
«Λοιπόν… Αποτύπωσα στην Ρεμπέκα.» είπε, ξεφυσώντας.
«Έλαα! Τι λες! Δεν το είχα καταλάβει »… αστειεύτηκα. «Είδες τι εύκολο που ήταν;» είπα, χτυπώντας τον καθησυχαστικά στην πλάτη.
Εκείνη τη στιγμή, ήρθε η Ρεμπέκα και κάθισε δίπλα μας. Εγώ, ξαφνικά, ένιωσα άβολα.
Σηκώθηκα από τον καναπέ. «Βγαίνω για λίγο. Ρεμπ, πες στον μπαμπά ότι δεν θα αργήσω.» Τους χαιρέτησα καθώς έβγαινα στην αυλή. Αλλά, δεν ήμουν μόνος…
«Μπέλλα!» είπα και έτρεξα κοντά της. Την αγκάλιασα σφιχτά, σαν επρόκειτο να μου φύγει. Μείναμε κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι ήμουν ακόμα με τις πυτζάμες.
Απομακρύνθηκα και την έπιασα από το χέρι.
«Μπέλλα, έλα μέσα. Η Ρέμπ θα χαρεί να σε δει. Είναι και ο Έμπρι εδώ. Άσε που πρέπει να αλλάξω κι όλας…»
«Εντάξει…» είπε γελώντας «Πάμε.»
«Μπέλλα!» φώναξε ο Έμπρι, αγκαλιάζοντάς την.
«Γεια σου, Έμπρι!» απάντησε η Μπέλλα, ανταποδίδοντας την αγκαλιά. «Τι κάνετε;»
Ο Έμπρι με κοίταξε πονηρά, κλείνοντάς μου το μάτι. «Εμείς είμαστε μια χαρά. Ο Τζέικ, όμως, είναι χάλια.»
Με κοίταξε με αγωνία. «Τζέικ; Τι έχεις;» είπε και με πλησίασε, αγκαλιάζοντας με.
«Μπελς, δεν έχω τίποτα.» είπα, καθησυχάζοντάς την. «Απλώς, δεν μου αρέσουν τα σαλιαρίσματα της αδερφής μου!» απάντησα, κοιτάζοντας την Ρεμπέκα και τον Έμπρι.
«Ω, έλα τώρα, μικρέ!» είπε γελώντας η Ρεμπέκα. « Δεν θες να δεις την αδελφή σου ευτυχισμένη; Α, και πριν το ξεχάσω… » είπε και έδωσε στην Μπέλλα έναν άσπρο φάκελο.
Με κοίταξε ερωτηματικά, περιμένοντάς με να την διαφωτίσω. Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
Η Ρεμπέκα κοίταξε τα ερωτηματικά μας βλέμματα και ξεφύσησε απογοητευμένη.
«Λοιπόν… Μπέλλα, παντρεύομαι!» ανακοίνωσε με ενθουσιασμό.
Η Μπέλλα είχε μείνει αποσβολωμένη. «Κοίτα να δεις…» είπε τελικά. «Η Ρεμπ παντρεύεται! Με τον Έμπρι, σωστά;»
Η Ρέμπ και ο Έμπρι με κοίταξαν θυμωμένα. «Τι; Δεν έπρεπε να της το πω; Ήταν μυστικό;»
«Και πότε είναι ο γάμος;»ρώτησε η Μπέλλα.
«19 Φεβρουαρίου.»
_____________________
Σχόλια εδώ:
http://www.thetwilightsagagreek.net/t1012-topic#59750
Παρόμοια θέματα
» Σχόλια για το "Life sucks, then you die…"
» Bringing Myths and Legends to Life...
» The Secret Life of the American Teenager
» Bringing Myths and Legends to Life...
» The Secret Life of the American Teenager
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:21 από DeathView*
» Gotham
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:17 από DeathView*
» New Girl
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» Suits
Κυρ 16 Μάης 2021, 16:16 από DeathView*
» La casa de papel
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:49 από DeathView*
» THE ROOKIE
Τετ 13 Ιαν 2021, 22:42 από DeathView*
» …ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (GIA PANTA) (2020)
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:51 από DeathView*
» The Magicians
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:43 από DeathView*
» ShadowHunters
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:42 από DeathView*
» BODYGUARD
Σαβ 14 Νοε 2020, 14:39 από DeathView*